Αιρέω-ώ

Από Βικιεπιστήμιο

Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:



Αιρέω -ώ (συλλαμβάνω, κυριεύω)

Εν.: αιρέω, αιρώ
Πρτ.: ήρουν
Μελ.: αιρήσω
Αόρ.: είλον
Πρκ.: ήρηκα
Υπρσ.: ηρήκειν



Παράγωγα