Λαμβάνω

Από Βικιεπιστήμιο

Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Εν.: λαμβάνω
Πρτ.: ελάμβανον
Μελ.: λήψομαι
Αόρ.: έλαβον
Πρκ.: είληφα
Υπρσ.: ειλήφειν



Παράγωγα

  • λήψη, λήπτης, ληπτός, από το θέμα του μέλλοντα (ληπ-, ληψ-).
  • λαβή, λάφυρο, συλλήβδην από το θέμα του αορίστου (λαβ-)