Πάσχω

Από Βικιεπιστήμιο


Αρχικοί χρόνοι


Πάσχω

Εν.: πάσχω
Πρτ.: ἔπασχον
Μελ.: πείσομαι
Αόρ.: ἔπαθον
Πρκ.: πέπονθα
Υπρσ.: ἐπεπόνθειν



Παράγωγα
Παθος, πάθημα , πάθηση