Τέμνω

Από Βικιεπιστήμιο

Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:



Τέμνω (κόβω)

Εν.: τέμνω
Πρτ.: έτεμνον
Μελ.: τεμώ
Αόρ.: έτεμον
Πρκ.: τέτμηκα
Υπρσ.: ετετμήκειν



Παράγωγα