Το φυσικό πλαίσιο και η εμφάνιση του ανθρώπου

Από Βικιεπιστήμιο

Το φυσικό πλαίσιο[επεξεργασία]

Πλειστόκαινο[επεξεργασία]

Το είδος μας, ο σοφότατος άνθρωπος (Homo sapiens sapiens) εμφανίστηκε, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, κατά το ΠλειστόκαινοΔιλλούβιο), την τελευταία από τις μεγάλες Γεωλογικές Εποχές.


Αυτή η εποχή ήταν πράγματι ξεχωριστή σε σύγκριση με τις υπόλοιπες. Πρώτα απ' όλα ήταν σχετικά πολύ σύντομη, αφού η διάρκειά της δεν ξεπερνά το 1.000.000 χρόνια. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι πολύ μικρό σε σχέση με τη διάρκεια δεκάδων εκατομμυρίων χρόνων που έχουν οι προηγούμενες. Επίσης, κατά την περίοδο αυτή έγιναν μεγάλες γεωγραφικές, κλιματολογικές και βιολογικές αλλαγές στον πλανήτη μας. Περισσότερο χαρακτηριστικές ήταν οι αλλαγές στο ανάγλυφο πρόσωπο της Γης: Μεγάλες εκτάσεις ξηράς αναδύθηκαν από τους ωκεανούς και εμφανίστηκαν ψηλές οροσειρές και υψίπεδα. Από αυτήν την άποψη το Πλειστόκαινο μοιάζει σαν αποκορύφωμα των αλλαγών του τελευταίου Γεωλογικού αιώνα, του Καινοζωικού αιώνα, που συνεχίζεται ως σήμερα.


Πριν από τον Καινοζωικό Αιώνα, τις απέραντες ηπειρωτικές εκτάσεις τις διέκοπταν μόνο χαμηλοί αποστρογγυλωμένοι λόφοι. Ακόμη οι μεταβολές στο κλίμα και στη βλάστηση ήταν λιγότερες, πιο ομαλές και αργές. Πάνω απ' όλα το Πλειστόκαινο χαρακτηρίζεται από τις Εποχές Παγετώνων του, δηλαδή τις μεγάλες πολύ ψυχρές περιόδους που παρουσίαζαν μεγάλα φαινόμενα παγογένεσης. Στην ακμή της μεγαλύτερης από αυτές, περίπου το της ξηράς του πλανήτη καλύφθηκε από πάγο. Επί 200.000.000 χρόνια πριν δεν ξαναπαρουσιάστηκαν τέτοια φαινόμενα, εκτός από την αντίστοιχη, αλλά πολύ πιο ήπια, περίοδο του Περμίου.


Κατά το μακροχρόνιο γεωλόγικό παρελθόν οι πόλοι έμεναν συχνά ελεύθεροι από παγοκαλύμματα και οι εύκρατες συνθήκες επικρατούσαν βόρεια του σημερινού Αρκτικού Κύκλου. Ακόμη, κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου είχαμε θερμές περιόδους, πολύ θερμότερες από τη σημερινή. Επειδή μάλιστα οι τελευταίες είχαν διάρκεια ως 250.000 χρόνια δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η τελευταία παγογέννεση έχει τελειώσει ή αν ολόκληρη η εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού απλά συνέπεσε απλά με μια βραχύβια ύφεση της τελευταίας.


Ακόμη και σήμερα φαίνεται να ζούμε ακόμη υπό συνθήκες Πλειστόκαινου, αν και διαχωρίσαμε τα τελευταία 10.000 χρόνια στη νέα Εποχή του ΟλόκαινουΑλλούβιου). Όμως ο τελευταίος αυτός διαχωρισμός έγινε ουσιαστικά κυρίως με ανθρώπινα, παρά με επιστημονικά κριτήρια. Στην εποχή μας άλλωστε συνεχίζεται τόσο η ορογέννηση, όσο και η παγογέννεση, αφού τμήματα του πλανήτη συνεχίζουν να σκεπάζονται από μόνιμους πάγους. Συνεχίζεται, έστω και με επιβραδυνόμενο ρυθμό, ο σχηματισμός των Άλπεων, των Ιμαλαΐων, των Βραχωδών Ορέων και των Άνδεων. Επίσης, σεισμοί και εκρήξεις ηφαιστείων συνεχίζουν να καταστρέφουν πόλεις, περιουσίες και να αφαιρούν ζωές από ανθρώπους, ζώα και φυτά. Όσο για την παγογέννεση, συνεχίζει το της ξηράς του πλανήτη να καλύπτεται από μόνιμους πάγους. Βέβαια , αλλά συνεχίζει να μας θυμίζει ότι το φαινόμενο αυτό δεν έχει τελειώσει.

Καινοζωικός Αιώνας[επεξεργασία]

Για να καταλάβουμε καλύτερα τον φυσικό κόσμο που κληρονόμησε το είδος μας είναι απαραίτητο μάλλον να κάνουμε μια σχετικά σύντομη ιστορική αναδρομή στα τελευταία 70.000.000 χρόνια, δηλαδή σ' ολόκληρο το χρονικό διάστημα που εξελίσεται ο Καινοζωικός Αιώνας. Είναι ο αιώνας της καινούριας ζωής, όπως λέει και το όνομά του. Εκτός από το βιολογικό επίπεδο είναι και στο γεωλογικό ο αιώνας που διαμόρφωσε, σε γενικές γραμμές όπως είναι σήμερα, τα χαρακτηριστικά των ηπείρων του πλανήτη μας.

Ο προηγούμενος, ο Κρητικικός Αιώνας, έδειχνε ότι τα ερπετά θα ήταν τα κυρίαρχα πλάσματα του πλανήτη. Τότε μάλιστα πρωτοπτυχώθηκαν/εμφανίστηκαν οι οροσειρές των Βραχωδών Ορέων και των Άνδεων. Όμως, αυτές οι πρωτοοροσειρές διαβρώθηκαν μέχρι ισοπέδωσης στα πρώτα 40.000.000 χρόνια του Καινοζωικού Αιώνα, κατά τις εποχές Ηώκαινο και Ολιγόκαινο. Η επανεμφάνισή τους, και μάλιστα στα σημερινά μεγάλα ύψη, άρχισε κατά το δεύτερο μισό του Καινοζωικού Αιώνα και η αύξηση του ύψους τους συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου. Η επαναδημιουργία τους συνοδεύτηκε από μεγάλη ηφαιστειακή έξαρση, με ακμή την εποχή του Μειόκαινου.

Η ιστορία των δυο άλλων μεγάλων οροσειρών, που αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της Ευρώπης και της Ασίας, δηλαδή των Άλπεων και των Ιμαλαΐων αντίστοιχα, είναι διαφορετική. Κατά τον Κρητικικό Αιώνα ολόκληρη η ζώνη μεταξύ των σημερινών υψηλότερων κορυφών της γης βρισκόταν στον πυθμένα μιας μεγάλης μακρόστενης εσωτερικής θάλασσας, της Τηθύος. Η πρώτη υποθαλάσσια πτύχωση που σχημάτισε τις δυο οροσειρές άρχισε κατά τον ίδιο αιώνα, όμως, μόνο κατά τη διάρκεια του Καινοζωικού Αιώνα και συγκεκριμένα κατά την εποχή του Ηώκαινου οι οροσειρές αυτές ξεπρόβαλλαν από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατά τη διάρκεια του Ολιγόκαινου η Τηθύς στένεψε κι άλλο, με αποτέλεσμα να σχηματίσει τη σημερινή Μεσόγειο όπως την ξέρουμε σήμερα.

Ταυτόχρονα με τη γνωστή γεωγραφία εξελίσσονταν και η πανίδα που γνώρισαν οι άνθρωποι όταν εμφανίστηκαν στη Γη. Η πανίδα΄ήταν ιδιαίτερα σημαντική αφού ένα μέρος της αποτέλεσε την τροφή του ανθρώπου και αφού αργότερα κάποια από αυτά τα ζώα έγιναν υποζύγιά του. Η κυριότερη αλλαγή ήταν η εξαφάνιση των μεγάλων ερπετών κατά το τέλος του Κρητιδικού Αιώνα και η σταδιακή εξέλιξη των θηλαστικών. Γι' αυτό και ο Καινοζωικός Αιώνας επονομάζεται και Αιώνας των Θηλαστικών. 'Και οι δυο αυτές εξελίξεις δεν έχουν εξηγηυθεί αρκετά ακόμη. Οι γεωλογικές μεταβολές δεν φαίνεται να αποτελούν επαρκή αίτια για τόσο μεγάλες εξελικτικές αλλαγές. Είναι όμως βέβαιο ότι κατά το πρώτο μισό του Καινοζωικού Αιώνα τα θηλαστικά αναπτύχθηκαν τόσο σε αριθμό ειδών, όσο και σε σωματικό μέγεθος. Μερικά από αυτά, όπως τα μαμούθ, οι ελέφαντες, τα τιτανοθήρια και οι ρινόκεροι είχαν σώματα περίπου το ίδιο μεγάλα όσο και των προγενέστερων δεινοσαύρων. Η σύγκριση γίνεται κυρίως μεταξύ των αντίστοιχων οστών, που διατηρήθηκαν και βρέθηκαν. Ένα είδος ρινόκερου, μάλιστα έφτασε τα 8,5 m μήκος και τα 6,5 m ύψος ως το ακρώμιο (άκρη του ώμου του). Αυτό ήταν το μεγαλύτερο θερμόαιμο πλάσμα που περπάτησε στην ξηρά της Γης (από όσο είναι γνωστό ως σήμερα βέβαια). Το τέρας αυτό ζούσε ακόμη κατά το Μειόκαινο, όταν άρχισε η εξέλιξη των Πρωτευόντων που οδήγησε στον άνθρωπο.

Αυτή ήταν και η πιο σημαντική τάση εξέλιξης που επικράτησε κατά τον Καινοζωικό Αιώνα: Η τάση ανάπτυξης ολοένα μεγαλύτερου (κατά βάρος και κατά όγκο) εγκεφάλου. Ακόμη και τα πρώτα μικρότερα θηλαστικά είχαν ααλογικά σχετικά μεγάλους εγκεφάλους σε σχέση με τα πολύ μεγαλύτερα σε μέγεθος αλλά λιγότερο έξυπνα ερπετά. Και άλλες ομάδες ζώων ανέπτυξαν επίσης σχετικά ογκώδεις μορφές κατά τον Καινοζωικό Αιώνα, αλλά αυτές άφησαν ελάχιστους απογόνους σκορπισμένους ανά την υφήλιο ως το τέλος του ίδιου Αιώνα. Τα Πρωτεύοντα και ο άνθρωπος φαίνεται να ήταν η νομοτελειακή κατάληξη αυτής εξέλιξης των εγκεφάλων στα ζώα που επικράτησαν.

Από τα μετέπειτα κατοικίδια ζώα τα σπουδαιότερα ίσως ήταν τα Βοειδή. Είναι μια οικογένεια ζώων με πολλά μέλη σημαντικά για τον άνθρωπο από τις πρώτες του μέρες στη Γη ως και σήμερα. Σ' αυτήν ανήκουν η αγελάδα, το πρόβατο, η κατσίκα, ο βίσωνας, το λάμα και η αντιλόπη. Τα Βοειδή είναι μια οικογένεια ζώων που πρωτοεμφανίστηκε στον Παλαιό Κόσμο (Ευρασία και Αφρική) κατά το Μειόκαινο. Διαφοροποιήθηκαν όμως κυρίως κατά το Πλειόκαινο και έλαβαν τη σημερινή τους μορφή κατά το Πλειστόκαινο. Κατά την τελευταία εποχή ο βίσωνας και το λάμα χρησιμοποίησαν την προσωρινή λωρίδα ξηράς στο σημερινό Βερίγγειο Πορθμό για να περάσουν στην Αμερική. Αντίστροφα πέρασαν στον Παλαιό Κόσμο τα ιπποειδή και η καμήλα.

Ο σημερινός τύπος του αλόγου εμφανίστηκε και εξελίχθηκε στη Β. Αμερική από τα αρχικά τετραδάκτυλα είδη του Ηώιππου (Eohippus) στις αρχές του Πλειστόκαινου, αλλά το είδος αυτό εξαφανίστηκε (άγνωστο γιατί), κατά την τελευταία παγογέννεση. Στο μεταξύ το άλογο πέρασε στον Παλαιό Κόσμο, όπυ εξαπλώθηκε σ' όλες της ηπείρους του. Τον 15ο αιώνα άλογα ακολούθησαν τους Ισπανούς (αρχικά) κατακτητές του Νέου Κόσμου και ξαναεγκλιματίστηκαν στη γη των προγόνων τους. Αντίθετα, η καμήλα, παρ' όλο που αρχικά επέζησε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο Νέο Κόσμο από το άλογο απέτυχε να ξαναεγκλιματιστεί εκεί όταν το επιχείρησαν αυτό κατά τον 19ο αιώνα.

Επίσης τα συγγενικά είδη του σκύλου, δηλαδή η αλεπού, το τσακάλι και ο λύκος απέκτησαν τα ειδικά χαρακτηριστικά τους κατά τον Καινοζωικό Αιώνα.

Μεταβολές στο κλίμα[επεξεργασία]

Τα περισσότερα είδη της σύγχρονης με τον άνθρωπο πανίδας και χλωρίδας εμφανίστηκαν κατά το τέλος του Πλειστόκαινου. Πολλά σημερινά είδη προυπήρχαν της εποχής αυτής, αλλά πάρα πολλά αρχαία είδη εξαφανίστηκαν κατά τις παγετωνικές περιόδους. Αντίθετα, μερικά ψυχρόφιλα ζώα, όπως ο μαλλιαρός ρινόκερος και τα μαμούθ εξαφανίστηκαν κατά την τελευταία υποχώρηση της τελευταίας από αυτές. Σίγουρα πολλές από τις εξαφανίσεις προκλήθηκαν ακριβώς από τις ακραίες μεταβολές του κλίματος που επέφεραν οι διαδοχικές εξαπλώσεις και υφέσεις των παγετωνικών εποχών.

Μερικά από τα πιο ογκώδη αρχαία πλάσματυα που εξαφανίστηκαν κατά τις παγετωνικές περιόδους δεν είχαν αρκετή ευλυγισία για να μετακινούνται μαζί με τις κλιματικές ζώνες. Έπρεπε επομένως να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ή να πεθάνουν. Είναι αναμφίβολο μάλιστα ότι και τα ανθρώοπινα είδη που εμφανίστηκαν αυτήν την περίοδο σταδιακά έβαλαν το χέρι τους σε μερικές από τις εξαφανίσεις, γιατί σταδιακά εξελίχθηκαν σε σπουδαίους κυνηγούς, χρησιμοποιώντας τον αριθμό τους, όπλα, φωτιά και παγίδες. Οι στρατηγικά και τακτικά οργανωμένες εκστρατείες τους αποδείκτηκαν πολύ φονικότερες από τα φυσικά όπλα ακόμη και των μεγαλύτερων και δυνατότερων πλασμάτων. Δεν είναι σύμπτωση λοιπόν ότι στις περιοχές που εξελίσσονταν οι άνθρωποι εξαφανίζονταν αντίστοιχα περισσότερα είδη. Αρχικά στον Παλαιό Κόσμο όπου προηγήθηκαν αριθμητικά, εξελικτικά και τεχνολογικά οι άνθρωποι εξαφανίστηκαν πρώτα πολλά είδη και μετά, όταν ομάδες εξελιγμένων κυνηγών πέρασαν τον Βερίγγειο Ισθμό (που αργότερα έγινε πορθμός) άρχησαν να χάνονται πολύ ταχύτερα και είδη από την Αμερική. Κι όλα αυτά παρ' όλο που συνολικός ανθρώπινος πληθυσμός την εποχή αυτή ήταν ακόμη, δυσανάλογα με τις συνέπειες της παρουσίας του, σχετικά μικρός.

Για να κατανόηθούν καλύτερα τα παραπάνω χρειάζεται μια αναδρομή στις μεταβολές του κλίματος στον πλανήτη, κυρίως κατα το Πλειστόκαινο. Από την αρχή όμως του Καινοζωικού Αιώνα υπήρξαν εποχές σημαντικής πτώσης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη: Μια μικρή σχετικά πρώση είχαμε ήδη κατά το Ηώκαινο. Έπειτα η Γη ξαναγύρισε σε πολύ ζεστό κλίμα, λιγότερο όμως από την περίοδο του Μεσοζωικού Αιώνα. Πάντος κατά τη διάρκεια του τέλους του Ηώκαινου και κατά το Ολιγόκαινο μεγάλο μέρος της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής σκεπάστηκε με υποτροπικά δάση. Π.χ. φοίνικες και αλιγάτορες επικρατούσαν στην Ντακότα (Πολιτεία ΗΠΑ) που είναι βορειοανατολική και αρκετά ψυχρή σήμερα. Εύκρατο δάση με γιγαντόδεντρασεκόιες), φτελιές και οξυές ευδοκιμούσαν σε πολύ βόρειες περιοχές, όπως η Αλάσκα, η Γροινλανδία και η Βόρεια Σιβηρία. Το κλίμα δεν ήταν μόνο θερμότερο και ηπιότερο από το σημερινό, αλλά είχε και πιο ομοιόμορφη κατανομή. Αυτό οφείλεται στο ότι το έδαφος του πλανήτη ήταν επίσης πολύ πιο ομαλό, έχοντας λοφοσειρές αντί για οροσειρές. Έτσι αποφεύγονταν υπήνεμες περιοχές και αποφεύγονταν ο σχηματισμός ερήμων.

Κατά την Εποχή του Μειόκαινου άρχισε πάλι μια ελαφρά πτώση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, που 'εκανε τις διάφορες ζώνες να υποχωρήσουν προς τον Ισημερινό. Η ψύξη έγινε πιο έντονη κατά το Πλειόκαινο και κορυφώθηκε κατά τις παγογεννέσεις του Πλειστόκαινου. Μια κύρια αιτία γι' αυτές τις μεταβολές της μέσης θερμοκρασίας ήταν οι ορογενέσεις που παρατηρήθηκαν κατά τα τέλη του Καινοζχωικού Αιώνα. Ανάλογες ορογενέσεις έγιναν και λίγο πριν τις ήπιες παγο0γεννέσεις του Περμίου, πριν από 200.000.000 χρόνια: Παγετώνες που δημιουργούνταν σε μεγάλα υψόμετρα κυλούσαν αργά προς τα χαμηλώτερα. Καθώς αυτοί εξαπλώνονταν ολοένα, λόγω του λευκού τους χρώματος ανακλούσαν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό της ηλιακής ακτινοβολίας που έπεφτε στη Γη κι έτσι ο πλανήτης ολοένα ψύχονταν. Έχει υπολογιστεί ότι κατά μέσο όρο μια ελεύθερη από πάγους επιφάνεια ξηράς ανακλά το 20% της ηλιακής ακτινοβολίας που πέφτει πάνω της, ενώ μια αντίστοιχη παγωμένη έκταση ανακλά το 80% της ακτινοβολίας αυτής.

Παρ' όλα αυτά η ύψωση των Άλπεων, των Ιμαλαΐων και των Άνδεων δε φαίνεται να εξηγούν αρκετά τις μεγάλες παγογεννέσεις του Πλειστόκαινου. Αυτό αποδεικνύεται ολοφάνερα οι μεγάλες μεσοπαγετωνικές περίοδοι, κατά το διάστημα των οποίων η μέδη θερμοκρασία του πλανήτη ανέβηκε, χωρίς να σημειωθεί αντίστοιχη μείωση των υψομέτρων των μεγάλων αυτών οροσειρών. Άλλωστε και ο ρυθμός της ψύξης, κατά τις παγογεννέσεις, ήταν πολύ απότομος για να εξηγηθεί μόνο από τις ορογενέσεις. Η μέγιστη αιτία των φαινομένων αυτών πρέπει να αναζητηθεί αλλού: στην κύρια πηγή ενέργηειας στη Γη, στον Ήλιο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι και ο ζωοδότης αστέρας μας έχει περιοδικές μεταβολλές στην εκπομπή της ακτινοβολίας του στο διάστημα. Οι μεταβολές αυτές παραμένουν ΄βασικά ανεξήγητες ως σήμερα.

Ανεξάρτητα από τις αιτίες των φαινομένων αυτών, οι παγογενέσεις και οι μεσοπαγετωνικές περίοδοι έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη της ζωής γενικά στη Γη, αλλά και ειδικότερα του ανθρώπου και ακριβώς στα πρώτα του βήματα που ήταν περισσότερο τρωτός και λόγω μικρού αριθμού και λόγω μειομένης ισχύος, αφού δεν είχε ακόμη αναπτύξει αξιόλογη τεχνολογία. Για να εκτιμηθεί, ωστόσο, καλύτερα η επίδραση αυτή πρέπει να εξεταστούν με λεπτομέρειες οι επιδράσεις αυτές και όχι μόνο στις εκτάσεις που καλύφθηκαν κατά διασστήματα από πάγους, αλλά και στις υπόλοιπες, ηπιότερες περιοχές, όπου όπου όμως οι κλιματολογικές μεταβολές ήταν επίσης αρκετά δραματικές.

Είναι φυσικό να αρχίσουμε από την Ευρώπη, από όπου άρχισε η έρευνα και τα στοιχεία που συγκετρώθηκαν είναι πληρέστερα από τις υπόλοιπες ηπείρους. Η Αμερική συναγωνίζεται αρκετά πλέον σε στοιχεία, αλλά όμως ο άνθρωπος έφτασε σχετικά αργά σε αυτήν την ήπειρο και επομένως είναι φυσικό γι' αυτό να εξετασθεί αργότερα. Η Αφρική από την άλλη, αν και γενικά θεωρείται η κοιτίδα του είδους μας, γνώρισε μόνο έμμεσες συνέπειες των παγογενέσεων.

Η ακριβής χρονολογία έναρξης του Πλειστόκαινου προκαλεί ακόμη διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών, αλλά η επικρατούσα άποψη την τοποθετεί στις πρώτες ενδείξεις έναρξης των μεγάλων παγογενέσεων και την εμφάνιση των ειδών του ίππου, των ελεφάντων, της καμήλας και του ανθρώπου. Υποδιαιρείται βασικά σε 3 υποπεριόδους:

  1. Κατώτερο Πλειστόκαινο: Από την αρχή του Πλειστόκαινου ως το τέλος της πρώτης παγετωνικής φάσης.
  2. Μέσο Πλειστόκαινο: Από το τέλος της πρώτης παγετωνικής φάσης ως το τέλος της τρίτης παγετωνικής φάσης.
  3. Ανώτερο Πλειστόκαινο: Από το τέλος της τρίτης παγετωνικής φάσης ως και το τέλος της τελευταίας παγετωνικής φάσης, που σηματοδοτεί το τέλος του Πλειστόκαινου και την αρχή του Ολόκαινου.

Το γεγονός ότι η πτώση της θερμοκρασίας ήταν ασυνεχής και υπήρξαν 4 συνολικά παγετωνικές φάσεις με ενδιάμεσες θερμές περιόδους εξακριβώθηκε πρώτα στην Ευρώπη. Τα ονόματά τους ήταν:

  1. Γκούντσιος.
  2. Μιντέλιος.
  3. Ρίσσιος.
  4. Βούρμιος.

Τα ονόματά τους προήλθαν από τις τοπωνυμίες Γκουντς, Μίντελ, Ρισς και Βουρμ, όπου προσανατολίστηκαν και αποτελεί ένα κλασσικό σύστημα κατάταξης των ανάλογων φαινομένων και εκτός Ευρώπης. Από αυτές, η τρίτη (Ρίσσιος) ήταν μάλλον η πιο εκτεταμένη και σίγουρα πιο εκτεταμένη από την τέταρτη (Βούρμιο). Η Βούρμιος μάλιστα είχε 4 διαφορετικά μέγιστα και μεσοδιαστήματα με ελαφρά ηπιότερες (θερμότερες) συνθήκες. Σε ορισμένες περιοχές δεν βρέθηκαν επαρκή ίχνη της πρώτης (Γκούντσιας) περιόδου, ωστόσο η ύπαρξή της θεωρείται δεδομένο ότι υπήρξε παγκόσμια. Η επίδραση των φαινομένων αυτή υπήρξε ανάλογη και στα δυο ημισφαίρια (βόρειο και νότιο) του πλανήτη. Επίσης και στα χαμηλότερα πλάτη προκάλεσε μετακινήσεις των ζωνών βροχών και αντιστοίχως τα τοπία γενικά. Φυτά, ζώα και άνθρωποι προσαρμόστηκαν, μετακινήθηκαν ή πέθαναν εξαιτίας τους.

Σε κάθε παγετωνική περίοδο ο τρόπος σχηματισμού των παγετώνων ήταν περίπου ίδιος, άσχετα με την έκτασή τους που ήταν διαφορετική. Στην Ευρώπη, το κύριο παγοκάλυμμα ξεκινούσε πάντα από τα Σκανδυναβικά όρη και επεκτείνονταν ασύμμετρα, σε πολύ μεγαλύτερη έκταση προς ανατολικά, όπου το νοτιότερο άκρο του έφτασε στις 48o βόρειο πλάτος, ενώ το βόρειο άκρο του συνενώθηκε με το σιβηριανό παγοκάλυμμα. Προς τα δυτικά προχώρησε περίπου 300 χιλιόμετρα πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα, που ήταν τότε ρηχή, και ενώθηκε με τους βρεττανικούς παγετώνες. Ο αποκλεισμός αυτός από τη Βόρεια Θάλασσα, ανάγκασε τον ποταμό Ρήνο να στραφεί προς τα δυτικά, σκάβοντας έτσι τα στενά του Ντόβερ και μετατρέποντας έτσι αργότερα τη Βρεττανία από χερσόνησο σε νήσο.

Λόγω της ασύμμετρης ανάπτυξης, το κεντρικό και παχύτερο στρώμα παγοκαλύμματος γλύστρησε ανατολικά και με το βάρος του δημιούργησε το σημερινό Βοθνικό Κόλπο. Στο σημείο αυτό υπολογίζεται ότι το πάχος του πάγου έφτασε τα 3.300 μέτρα. Η δε μέγιστη εξάπλωσή του έφτασε πάνω από 5.000.000 km2. Κι αυτό ήταν ένα από τα πολλά παγοκαλύμματα του πλανήτη. Η δέσμευση αυτών των τεράστιων ποσοτήτων νερού σε αυτά περιόρησε την έκταση των ωκεανών παγκοσμίως και το επίπεδό τους υπολογίζεται ότι έπεσε μέχρι και κατά 120 μέτρα κάτω από το σημερινό. Το δε τεράστιο βάρος τους προκάλεσε μεγάλες επιφάνειες ξηράς επίσης να χαμηλώσουν.

Προς τα νότια, το σκανδυναβικό παγοκάλυμμα ενώθηκαν με αυτά των Άλπεων, των Καρπαθίων, των Απεννίνων και των Πυρηναίων. Ο αλπικός παγετώνας υπολογίζεται ότι έφτασε το πάχος των 5.000 μέτρων και έκταση της τάξης των 28.000 km2.

Παρομοίως, το βρεταννικό παγοκάλυμμα εξελίχθηκε σε μικρογραφία του σκανδυναβικού με επίκεντρα τα βουνά της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Ιρλανδίας. Λεπτότερα παγοκαλύμματα κάλυψαν και τις πεδινές εκτάσεις της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ρωσίας.

Στη Βόρεια Ασία επικράτησαν επίσης ανάλογες συνθήκες και τα παγοκαλύμματα καλυψαν συνολική έκταση της τάξης των 4.000.000 km2. Το μέγιστο πάχος του ωστόσο περιορίστηκε σε μόλις 800 μέτρα, γιατί με την τεράστια δέσμευση νερού στους δυτικότερους παγετώνες της Ευρώπης περίσσευε λιγότερη ποσότητα για την Ασία που απείχε περισσότερο από ακάλυπτους από παγοκαλύμματα ωκεανούς. Κάποιες μάλιστα οροσειρές της ηπείρου έμειναν μερικώς ακάλυπτες. Άλλες περιοχές της Σιβηρίας, το Κεντρικό Σιβηρικό Οροπέδιο, τα όρη της Βαϊκάλης και τα Αλτάια είχαν τα δικά τους παγετωνικά κέντρα, όπως και τα όρη της Βορειοανατολικής Σιβηρίας.

Στη νοτότερη Ασία είχαμε παγετωνικά κέντρα γύρω από τα όρη του Καυκάσου, των Ιμαλαΐων, του Κουνλούν Σαν και του Τιέν Σαν.

Η συνολική εικόνα για τον Παλαιό Κόσμο ήταν ότι καλύφθηκαν κατά περιόδους και με μεγάλες διακοπές το μεγαλύτερο ποσοστό των βόρειων εδαφών του, μέχρι τα βόρεια πλάτη 50o-60o. Τσ νοτιότερα ορεινά συγκροτήματα επίσης σχημάτιζαν δικά τους νησιά από πάγο, από την Ελβετία ως την Κίνα.

Στην Αμερική η κατάσταση ήταν και πάλι ανάλογη: Το λαυρεντιανό παγοκάλυμμα που σχηματίστηκε στα όρη των νησιών Μπάφφιν και Έλλεσμπερ, στις ακτές του Λαμπραντόρ και στο Ανατολικό Κεμπέκ εξαπλώθηκε αργά προς τα δυτικά κι έσμειξε με το μικρότερο κορδιλλιέριο των δυτικών οροσειρών. Το εκτεταμένο αυτό παγοκάλυμμα, στη μεγαλύτερη έκτασή του, υπολογίζεται ότι κάλυψε έκταση της τάξης των 12.000.000 km2. Ανατολικά ενώθηκε με τα παγοκαλύμματα της Γροιλανδίας. Στη Δυτική Αμερική συναντούσε το επίσης τεράστιο παγοκάλυμμα των Βραχωδών Ορέων.

Η Αλάσκα ωστόσο πάγωσε μόνο στις ορεινές της περιοχές επιτρέποντας τη διάβαση του Βερίγγειου Ισθμού. Επίσης, κατά μήκος της ανατολικής πλευράς των Βραχωδών Ορέων σχημτίστηκε ένας βατός διάδρμος. Έτσι έγινε εφικτό το πέρασμα από την Ανατολική Ασία στην Αμερική και αντίστροφα. Οι ακάλυπτες από πάγους αυτές εκτάσεις σκεπάζονταν από πλούσιους λειμώνες (λειβάδια), όπου έβοσκαν βοειδή, μαμμούθ και άλλα θηράματα για τα σαρκοβόρα της εποχής και τους τροφοσυλλέκτες - κυνηγούς ανθρώπους που κατέφθασαν. Πολλά από αυτά τα ζώα πέρασαν, όπως είδαμε και παραπάνω, από την Ασία στην Αμερική και αντιστρόφως.

Το νότιο ημισφαίριο είναι κατά κανόνα ωκεάνιο και έτσι δε βούλιαξε όπως το βόρειο τόσο πολύ από το βάρος εκατομμυρίων km3. Τα ίχνη των παγετωνικών περιόδων εκεί ήταν πολύ περιορισμένα και είχαν ελάχιστη επίδραση την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους που μας ενδιαφέρει πρωτίστως. Ωστόσο και εκεί είναι εμφανή: Παγοκαλύμματα σχηματίστηκαν στις οροσειρές των Άνδεων, της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας. Μεγαλύτερη και σημαντικότερη για τον άνθρωπο ήταν η αντίστοιχη μετακίνηση των ζωνών βροχής, δυτικών ανέμων και κυκλωνικών καταιγίδων. Η μετακίνηση μάλιστα αυτή ήταν ακριβώς η ίδια στα δυο ημισφαιρια: μεχρι 15ο νότια στο βόρειο και 15ο βόρεια στο νότιο. Έτσι, η Αφρική, η Μεσόγειος, η Μικρά Ασία, η Κεντρική Ασία και η Βόρεια Κίνα είχαν βροχερές φάσεις που αντιστοιχούσαν ευθέως στις παγετωνικές των βορειότερων περιοχών. Οι λίμνες Κασπία και Αράλη ήταν ενωμένες. Το ίδιο και ο Εύξεινος Πόντος με την Αζοφική. Στη Βόρεια Αφρική υπήρχαν λίμνες στα σημερινά λεκανοπέδια του Φαγιούμ και της Κάργκα. Πολύ περισσότερες λίμνες υπήρχαν στην Αιθιοπία και την Κένυα. Ωστόσο οι μεγάλες έρημοι διατηρήθηκαν, παρ' όλο που και εκεί αυξήθηκαν κατά περιόδους οι βροχοπτώσεις. Οι λίμνες ήταν επίσης αυξημένες σε αριθμό και έκταση στην Αμερική και την Αυστραλία.

Η πτώση της στάθμης των ωκεανών ακόμη δημιούργησε ισθμούς. Είδαμε παραπάνω ήδη τον Βερίγγειο Ισθμό. Δεν ήταν όμως ο μοναδικός: Ανάλογοι ισθμοί ένωναν τη Σιβηρία με την Ιαπωνία, την Τασμανία και τη Νέα Γουϊνέα με την Αυστραλία, η Βόρνεος, η Ιάβα και η Σουμάτρα ήταν όλες μαζί ενωμένες με τη Μαλαισία, το Κελεμπές και οι Φιλιππίνες ήταν ενωμένες με τη Φορμόζα και αυτή με την ηπειρωτική Ασία. Η Βρεττανία χωρίστηκε οριστικά από τη Δυτική Ευρώπη πριν από μόλις (για γεωλογικό χρόνο) 8.000 χρόνια.

Αναδρομικά, στα χρόνια του Πλειστόκαινου, τέσσερεις φορές η επιφάνεια του πλανήτη και το κλίμα του υπέστησαν σοβαρές μεταβολές. Τα κολοσσιαία παγοκαλύμματα με το βάρος τους και την αργή, αλλά ισοπεδωτική ροή τους έσκαψαν και όργωσαν κυριολεκτικά τα εδάφη που έμελλε να καλλιεργήσει αργότερα ο άνθρωπος. Μαζί με την περιοδική τήξη τους αποσάθρωσαν και διέβρωσαν εδάφη και ξέπλυναν μεγάλες ποσότητες άμμου, αφήνοντας πίσω τους πιο εύφορα εδάφη. Οι κλιματολογικές αλλαγές ήταν μια τεράστεια δοκιμασία για όλη τη βιόσφαιρα. Όσα είδη δεν κατάφεραν να την ξεπεράσουν, απλά εξαφανίστηκαν. Πιο ευπροσάρμοστο και εφευρετικό από τα άλλα είδη, ο άνθρωπος, επιβίωσε και δημιούργησε τους πολιτισμούς του. Οι προκλήσεις των κλιματικολογικών αλλαγών τον επιρέασαν βαθιά και τον ανάγκασαν να αναπτύξει ακόμη περισσότερο την πνευματική, διανοητική του ισχύ για να υπερβεί κάθε φορά το νέο περιβάλλον που συναντούσε και να ανταγωνιστεί τα λιγότερο ικανά και ανταγωνιστικά ημιανθρώπινα ή τελείως ζωικά όντα που συναντούσε.

Η υποχώρηση της τελευταίας παγετωνικής περιόδου[επεξεργασία]

Οι πάγοι υποχώρησαν σιγά-σιγά μετά το μέγιστο της τελευταίας παγετωνικής περιόδου. Η υποχωρηση αυτή σημείωσε αρκετές ανασχέσεις και αναπροωθήσεις. Στη Βόρεια Ευρώπη σημειώθηκαν 4 τέτοιες ανακοπές και αναπροωθήσεις, από τις οποίες η πιο σημαντική ήταν η πρώτη, η Βραδεμβούργιος. Την ακολούθησαν οι Πομεράνιος, η Σκάνιος και η Βόθνιος. Όλες πήραν το όνομά τους από την περιοχή που σταματούσε το παγοκάλυμα σε κάθε μέγιστο της αναπροώθησης. Παρόμοια κατάσταση επικράτησε και στη Βόρεια Αμερική, αλλά δεν αποδείχθηκε ακόμη αν ήταν ταυτόχρονες οι αναπροωθήσις εκεί με τις ευρωπαϊκές. Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των περιόδων ο πλανήτης συνέχιζε να διανύει την τελευταία του παγετωνική περίοδο και το κλίμα στις σημερινές εύκρατες περιοχές κυμαινόταν ανάμεσα σε υποαρκτικές και αρκτικές συνθήκες. Η ζώνη των βροχών που αντιστοιχούσε στο εύκρατο κλίμα, επικρατούσε στη Βόρεια Αφρική και στη Νοτιοδυτική Ασία. Μετά όμως και τη Βόθνια αναπροώθηση, (10.000 - 8.000 π.Χ.) εποκράτησε σταθερή άνοδος της μέσης θερμκρασίας αρχικά, η Προβόρεια κλιματολογική περίοδος, και πιο απότομα αργότερα στις επόμενες, Βόρεια και Ατλαντική. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας μάλιστα, που αποδίδεται και με τον όρο κλιματολογικό άριστο (4.000 - 2.000 π.Χ.) η μέση θερμοκρασία ανέβηκε αρκετά πιο πάνω από τη σημερινή, με αποτέλεσμα ακόμη και τα πολικά παγοκαλύματα σχεδόν να εξαφανιστούν. Η σύντομη αυτή θερμή περίοδος είχε παγκόσμια επίδραση και αποδίδεται σε παροδική αύξηση της ηλιακής ακτινοβολίας.

Κατά τη Βόρεια κλιματολογική περίοδο, οι σημερινές εύκρατες ζώνες σκεπάστηκαν από πυκνά δάση κυρίως κωνοφόρων. Η επικράτηση ζεστών και υγρών συνθηκών της Ατλαντικής περιόδου, η ζώνη αυτή των δασών κωνοφόρων προωθήθηκε ακόμη πιο βόρεια. Μεσολάβησαν σύντομες χρονικά ελαφρές ψύξεις της μέσης θερμοκρασίας, τόσο κατά το τέλος της Βόρειας περιόδου, οπότε ονομάστηκε υποβόρεια κλιματολογική περίδος, όσο και μετά το τέλος της Ατλαντικής, οπότε είχαμε την υποατλαντική κλιματολογική περίδο, που θεωρείται ότι συνεχίζται ως τις μέρες μας.

Οι κλιματολογικές συνθήκες της Βόρειας και της Ατλαντικής περιόδου είχαν μεγάλη σημασία για το ανθρώπινο είδος, αφού αυτήν ακριβώς τη περίοδο, 7.000 - 2.500 π.Χ. μυήθηκε την αγροτική ζωή της Νεολιθικής περιόδου. Φυσικά ο χαρακτηρισμός της Ατλαντικής περιόδυ ως κλιματολογικό άριστο ισχύει μόνο για τις σημερινές εύκρατες περιοχές, γιατί νοτιότερα από αυτές επικράτησε αφόρητη ζέστη, ξηρασία και ερημοποίηση. Ενώ οι λαοί των ανθρώπων και τα ζώα που βρέθηκαν στις σημερινές εύκρατες περιοχές ευνοήθηκαν και σταδιακά ανέπτυξαν μερικούς από τους μεγαλύτερους πολιτισμούς, στις περιοχές που αποξηράνθηκαν ζώα και άνθρωποι περιορίστηκαν σε υγρές κοιλάδες και δροσερότερα υψίπεδα.

Η στάθμη των ωκεανών με τη σειρά της παρουσίασε αξιωσημείωτες μεταβολές. Αρχικά, η τήξη όλου αυτού του πάγου προκάλεσε δραματική αύξηση, αλλά από την άλλη η απελευθέρωση της ξηράς από όλο αυτό το βάρος των πάγων προκάλεσε με τη σειρά της ανύψωση και της ξηράς σε ορισμένα σημεία. Οι δυο αντίθετοι αυτοί παράγοντες προκάλεσαν πολλές και απότομες σχετικά και διαφορετική κατά περιοχές διακυμάνσεις στη στάθμη των υδάτων. Οι μεγαλύτερες από αυτές φαίνεται να συνέβηκαν την περίοδο 5.000 - 2.000 π.Χ..

Αυτές οι αλλαγές δημιούργησαν τον κόσμο όπως περίπου τον ξέρουμε από την ιστορική περίοδο ως σήμερα. Δημιουργήθηκε η ζούγκλα για τους Πυγμαίος, τα μέτρια παγοκαλύμματα για τους Εσκιμώους και ανάμεσα μια εύκρατη ζώνη για την ανάπτυξη ανώτερων πολιτισμών.

Η εξέλιξη του ανθρώπου[επεξεργασία]

Αν και υπάρχουν ακόμη λίγες αμφιβολίες, που δεν επιτρέπουν μια απόλυτα οριστική κρίση, η ήπειρος που διεκδικεί τον τίτλο του λίκνου τόσο των ανθρωπιδών γενικά, όσο και του ίδιου του ανθρώπου είναι η Αφρική.

Η εξέλιξη των Πρωτευόντων[επεξεργασία]

Από βιολογικής άποψης ο άνθρωπος και οι ανθρωπίδες ανήκουν στην τάξη των Πρωτέυόντων (Primates). Στην ίδια τάξη ανήκουν επίσης οι διάφοροοι πίθηκοι. Ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά, λοιπόν, αρχικά, στην εξέλιξη της τάξης, από τα πιο αρχέγονα Πρωτεύοντα, τις τουπάιες, ως την υπεροικογένεια των Ανθρωπιδών. Πρέπει βέβαια να παρατηρήσουμε το γεγονός ότι και τα υπόλοιπα Πρωτεύοντα επίσης εξελίχθηκαν από τα πρώτα στάδιά τους, μέχρι σήμερα και δεν είναι ασφαλές να εξάγουμε συμπεράσματα από τη σημερικνή εικόνα των ειδών αυτών, αλλά ούτε και τα απολιθώματα ή άλλα υπολείμματά τους επιτρέπουν συμπεράσματα για μια ευθεία πορεία εξέλιξης μέσα στο χρόνο. Πολλές φορές βρισκόμαστε σε δίλημμα αν ένα ορισμένο από αυτά τα είδη αποτελεί πρόγονο ενός σύγχρονου είδους ή είναι ένα από τα πολλά νεκρόληκτα, δηλαδή είδος που έφθασε σε αδιέξοδο και εξαφανίστηκε αιφνιδιαστικά. Ωστόσο, η εξέλιξη των Πρωτευόντων εμφανίζει και ορισμένες σαφείς γενικές τάσεις εξέλιξης:

  1. Διαφοροποίηση άκρων, των άνω για σκαρφάλωμα στα δέντρα και χειρισμό διαφόρων αντικειμένων, δηλαδή "χέρια", και τα κάτω για ενίοτε (αρχικά) ή μόνιμη (αργότερα) όρθια βάδιση, δηλαδή "πόδια". Είχαμε δηλαδή τάση εξέλιξης από τετράποδα σε τετράχειρα και δίποδα-δίχειρα.
  2. Στερεοσκοπική όραση.
  3. Ανάπτυξη του κρανίου και αύξηση του σχετικού όγκου, βάρους και κατανάλωση θρεπτικών ουσιών εγκεφάλου.