Τυγχάνω

Από Βικιεπιστήμιο

Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:



Τυγχάνω (πετυχαίνω, βρίσκω)

Εν.: τυγχάνω
Πρτ.: ετύγχανον
Μελ.: τεύξομαι
Αόρ.: έτυχον
Πρκ.: τετύχηκα
Υπρσ.: ετετυχήκειν



Παράγωγα