Βάλλω

Από Βικιεπιστήμιο

Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:



Βάλλω (χτυπώ, ρίχνω)

Εν.: βάλλω
Πρτ.: έβαλλον
Μελ.: βαλέω,-ώ
Αόρ.: έβαλον
Πρκ.: βέβληκα
Υπρσ.: εβεβλήκειν



Παράγωγα