Άγω
Εμφάνιση
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Ἅγω (οδηγώ, ανατρέφω) | |
---|---|
Εν. | ἅγω |
Πρτ. | ἧγον |
Μελλ. | άξω |
Αόρ. | ἥγαγον |
Πρκ. | ἀγήοχα-ἦχα |
Υπρσ. | ἠγηόχειν-ἤχειν-ἀγηόχειν |
Παράγωγα
αγωγός, αγωγή, αγώνας, αγέλη, άξονας, άγημα, παρείσακτος, χορηγός, στρατηγός