Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γίγνομαι

Από Βικιεπιστήμιο

Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:


Γίγνομαι(γίνομαι, συμβαίνω, γεννιέμαι)

Εν.: γίγνομαι
Πρτ.: εγιγνόμην
Μελ.: γενήσομαι-γενηθήσομαι
Αόρ.: εγενόμην-εγενήθην
Πρκ.: γεγένημαι-γέγονα
Υπρσ.: εγεγενήμην-εγεγόνειν



Παράγωγα
γένεση, γονιός, γέννα, γεγονός, γνήσιος, γενιά, απόγονος, εγγονός, γενέθλια, αγένητος, γενετήσιος