Γιγνώσκω
Εμφάνιση
Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:
Γιγνώσκω (γνωρίζω, καταλαβαίνω)
Εν.: γιγνώσκω
Πρτ.: εγίνγνωσκον
Μελ.: γνώσομαι
Αόρ.: έγνων
Πρκ.: έγνωκα
Υπρσ.: εγνώκειν
Παράγωγα
γνώση, γνώμη, γνωστός, γνώμονας, γνώστης, γνώριμος, γνωστικός