Γιγνώσκω

Από Βικιεπιστήμιο

Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:



Γιγνώσκω (γνωρίζω, καταλαβαίνω)

Εν.: γιγνώσκω
Πρτ.: εγίνγνωσκον
Μελ.: γνώσομαι
Αόρ.: έγνων
Πρκ.: έγνωκα
Υπρσ.: εγνώκειν



Παράγωγα
γνώση, γνώμη, γνωστός, γνώμονας, γνώστης, γνώριμος, γνωστικός