Μυκηναίκός πολιτισμός

Από Βικιεπιστήμιο


O Μυκηναϊκός Πολιτισμός αφορά τον πολιτισμό της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε το 1600-1100 π.Χ. κυρίως στην κεντρική, νότια ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα.[1] Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία εντοπίστηκε, τις Μυκήνες της Αργολίδας, που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Κατά την περίοδο ακμής του εξαπλώθηκε και στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στη Κύπρο. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ταυτίζεται με την Υστεροελλαδική περίοδο. Ταξινομείται παραδοσιακά ως προϊστορικός, καθώς οι γνώσεις μας για αυτόν βασίζονται μέχρι σήμερα κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα.[2] Οι περίοδοι εξέλιξης του Μυκηναϊκού Πολιτισμού ορίζονται με διάφορα κριτήρια. Από χρονολογική άποψη σημαντική είναι η κεραμική, η οποία, καθώς εξελίσσεται με σχετικά γοργούς ρυθμούς, επιτρέπει την οριοθέτηση σύντομων φάσεων και την κατάρτιση ενός ευέλικτου χρονολογικού συστήματος. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός καλύπτει χρονολογικά τις κεραμικές φάσεις Υστεροελλαδική (συντ. ΥΕ) Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, με μικρότερες υποδιαιρέσεις. Φαινόμενα που προοιωνίζονται την εμφάνισή του παρατηρούνται ήδη κατά τη Μεσοελλαδική (ΜΕ) ΙΙΙ και παλιότερα. Η απόλυτη χρονολόγηση αυτών των φάσεων σε ημερολογιακά έτη π.Χ. παρουσιάζει διακυμάνσεις και οι αριθμοί που δίνονται στο διπλανό χρονολογικό πίνακα είναι ενδεικτικοί. Ακολουθούν σε γενικές γραμμές την άποψη της «υψηλής χρονολόγησης», που είναι σήμερα η περισσότερο αποδεκτή, και τοποθετεί τις εξελίξεις μέχρι και 100 χρόνια παλιότερα απ' ό,τι η «χαμηλή χρονολόγηση». Σημαντικότερες για την παρακολούθηση ιστορικών φαινομένων είναι οι περίοδοι που ορίζονται με βάση πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως η ταφή σε λακκοειδείς τάφους από τη ΜΕ ΙΙΙ ως την πρώιμη ΥΕ ΙΙΑ (Περίοδος των Λακκοειδών Τάφων) και η ύπαρξη ανακτόρων κυρίως κατά τις φάσεις ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΒ2 (Ανακτορική Περίοδος). Σε χρήση είναι επίσης οι όροι «Πρώιμη Μυκηναϊκή Περίοδος» (ΜΕ ΙΙΙ-ΥΕ ΙΙΒ) και «Ύστερη Μυκηναϊκή Περίοδος» (ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ). Την παρακμή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΓ φάσης ακολουθεί η περίοδος που, λόγω των πρώιμων γεωμετρικών μοτίβων της κεραμικής της, έχει ονομαστεί Πρωτογεωμετρική. Σημαντικότερη πηγή για την πολιτισμική γεωγραφία του μυκηναϊκού κόσμου παραμένουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, με δεύτερη σημαντικότερη τα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής. Η μελέτη της μυκηναϊκής γεωγραφίας με βάση την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, που κυριάρχησε στην έρευνα τις προηγούμενες δεκαετίες, είναι εν πολλοίς παραπλανητική. Τα ομηρικά έπη στη μορφή που τα έχουμε σήμερα χρονολογούνται τουλάχιστον πέντε αιώνες ή δεκαπέντε γενιές μετά το τέλος του Mυκηναϊκού Πολιτισμού και είναι έργα ποιητικά-μυθολογικά, όχι ιστορικά-γεωγραφικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων ερευνητών αποδέχεται την άποψη του Moses Finley ότι τα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζουν την εποχή που γράφτηκαν, καθώς και την αμέσως προηγούμενη περίοδο, και συνεπώς δεν αποτελούν «οδηγό» για τον μυκηναϊκό κόσμο.[3] Η αντιπαραβολή των μυκηναϊκών αρχαιολογικών και των ομηρικών λογοτεχνικών δεδομένων είναι θεμιτή στο βαθμό που συνειδητοποιείται ότι από αυτή την αντιπαραβολή φωτίζονται περισσότερο τα ίδια τα ομηρικά έπη και ειδικότερα η ποιητική εκμετάλλευση του παρελθόντος από τον ποιητή τους, παρά ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ως ιστορικό φαινόμενο. Με βάση, λοιπόν, τη γεωγραφική εξάπλωση του λεγόμενου «μυκηναϊκού πακέτου» αρχαιολογικών ευρημάτων (ανακτορικό κτήριο τύπου μεγάρου, Γραμμική Β γραφή, θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι, τροχήλατη στιλβωτή κεραμική μελανού σε ανοικτό βάθος),[4] τον γεωγραφικό πυρήνα του μυκηναϊκού κόσμου συγκροτεί η νότια ηπειρωτική Ελλάδα με την Πελοπόννησο, την ανατολική Στερεά Ελλάδα (Αττική, Βοιωτία) και την Εύβοια.[5] Ιδιαίτερη συγκέντρωση αρχαιολογικών θέσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και ανακτορικές ακροπόλεις, παρουσιάζουν η Αργολίδα και η Μεσσηνία, που μπορούν να θεωρηθούν τα δύο αρχαιότερα και σημαντικότερα κέντρα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, αν και η εικόνα αυτή οφείλεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι αυτές οι περιοχές είναι και οι πιο εντατικά ερευνημένες. Σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα έχουν έλθει στο φως τα τελευταία χρόνια στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου, που επιτρέπουν να εντάξουμε και τη Θεσσαλία στις περιοχές εξάπλωσης του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, όπως και την Ήπειρο,[6] αλλά και την Μακεδονία.[7] Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός εξαπλώθηκε σταδιακά προς νότια και ανατολικά μέσω των θαλάσσιων δρόμων, ώστε για την εποχή ακμής του, το 13ο αι. π.Χ, να μπορεί να αναγνωριστεί μια ομοιογενής πολιτισμική σφαίρα επιρροής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού τουλάχιστον στον χώρο του Αιγαίου, η λεγόμενη «Μυκηναϊκή Κοινή». Τα άφθονα ευρήματα εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής στα νησιά του Αιγαίου και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, καθώς και η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων, δίνουν τα σημαντικότερα στοιχεία. Ωστόσο από μόνη της η κεραμική δεν αποδεικνύει και την παρουσία Mυκηναίων εποίκων ούτε και διαφωτίζει τη σχέση πιθανών τέτοιων εποίκων με τους ιθαγενείς πληθυσμούς. Η παρουσία σε μια περιοχή ξένων ταφικών ή λατρευτικών εθίμων, που είναι στενά συνδεδεμένα με ένα λαό, και η γραφή, ως ενδεικτική της γλώσσας του, δίνουν πιο ισχυρές ενδείξεις. Με βάση αυτά τα δεδομένα θεωρείται σχεδόν βέβαιη η παρουσία Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη από την ΥΕ ΙΙΒ (περ. 1420 Π.Χ.), στις Κυκλάδες από την ΥΕ ΙΙΙΑ1, στην Κύπρο από την ΥΕ ΙΙΙΑ1 (περ. 1400 Π.Χ.) τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας λίγο αργότερα. Η εξάπλωση των Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου, όπου προηγουμένως κυριαρχούσαν οι Μινωΐτες, σχετίζεται ασφαλώς με τη μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη. Στις Βόρειες περιοχές του ελλαδικού χώρου (Ήπειρο, Μακεδονία, Ανατολική και Δυτική Θράκη) οι εγκατάσταση των Μυκηναίων καθυστέρησε κάπως, περίπου 600-800 Π.Κ.Χ.(βλέπε χάρτη). Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτές οι χρονολογίες αφορούν τις πρώτες εγκαταστάσεις των Μυκηναίων (Αχαιών). Οι περισσότερες μετακινήσεις πληθυσμών έγιναν από την Παλαιά Ελλάδα (όπως αποκαλείται στα νεότερα χρόνια) μετά τη λεγόμενη Κάθοδο των Δωριέων, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Ελληνικού Αποικισμού. Γραπτές πηγές των Χετταίων μιλούν για τo βασίλειo Αχιγιάβα, το οποίο οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι ταυτίζεται με τον μυκηναϊκό κόσμο (Αχαιούς) ή τουλάχιστον με τμήμα του.[9][10][11] Επιπλέον, η Μιλλάβαντα των Χετταιικών πηγών έχει ταυτιστεί με την Μίλητο, η οποία εμφανίζεται στα σχετικά κείμενα ως τμήμα της επικράτειας Αχιγιάβα.[12] Πληθυσμιακές ομάδες μυκηναϊκής καταγωγής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία της Μικράς Ασίας, στη νότια συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Ιταλία κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ (τέλη 12ου αι. Π.Κ.Χ.). Το φαινόμενο συνδέεται ίσως με την αναστάτωση και την παρακμή που επικράτησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων στη μητροπολιτική Ελλάδα. Μακρινούς απόηχους αυτών των μετακινήσεων μπορεί να διασώζουν και οι αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης στους Φιλισταίους, αν προέρχονται πράγματι από το Αιγαίο. Η «ξαφνική» ίδρυση νέων οικισμών (ή ο εξοπλισμός παλαιών) με οχυρωματικά τείχη μυκηναϊκού τύπου στις Κυκλάδες και στην Κύπρο είναι άλλη μια ένδειξη αναταραχών στη διάρκεια του 12ου αι. Π.Κ.Χ. Πέρα από τις περιοχές με επαρκή στοιχεία για μόνιμη εγκατάσταση και κυριαρχία των Μυκηναίων, είναι γνωστές συστηματικές επαφές με σημαντικά ναυτικά και εμπορικά κέντρα της εποχής. Σε αυτά συγκαταλέγονται η Τροία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Ουγκαρίτ στη Συρία, η Σαρδηνία και η Ιβηρική Χερσόνησος. Τα μυκηναϊκά ευρήματα στην Αίγυπτο είναι σπάνια, υπάρχουν όμως αιγυπτιακές γραπτές πηγές και αιγυπτιακά ευρήματα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, που φανερώνουν επαφές με τη χώρα των φαραώ, και μάλιστα σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο. Μυκηναϊκά ευρήματα και αντικείμενα με γραμμική Β έχουν όμως βρεθει και στη Γερμανία,[13] στη Γεωργία,[14] στην Ιρλανδία και στην Μεγάλη Βρεττανία.[15][16][17][18] Από τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική είναι γνωστές οχυρές ακροπόλεις, που περιλαμβάνουν ανάκτορα, και ταφικά μνημεία. Τειχισμένες ακροπόλεις έχουν βρεθεί στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Μιδέα της Αργολίδας, στη Λάρισα του Άργους, στον Γλα της Βοιωτίας, καθώς και στην Αθήνα, στη θέση της μεταγενέστερης Ακρόπολης. Οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας αισθάνονταν δέος βλέποντας τα ερείπια των μυκηναϊκών ακροπόλεων και απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο χαρακτηρισμός των μυκηναϊκών τειχών ως «κυκλώπειων». Στην ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι τάφων: ο λακκοειδής, ο λαξευτός θαλαμοειδής ή θαλαμωτός και ο θολωτός. Οι θολωτοί τάφοι συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά και εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Οι γνώσεις μας για την κοινωνική οργάνωση και το πολιτικό σύστημα των μυκηναϊκών βασιλείων στην εποχή της ακμής τους προέρχονται από τις πινακίδες Γραμμικής Β γραφής που βρέθηκαν κυρίως στην Πύλο, αλλά και στην Κνωσό. Τα ευρήματα πινακίδων από άλλα ανάκτορα είναι λίγα, δεν φαίνεται όμως να υπήρχαν σημαντικές διαφορές από βασίλειο σε βασίλειο. Ανώτατος άρχοντας ενός μυκηναϊκού βασιλείου είναι ο wa-na-ka (ἄναξ). Η εξουσία του δεν στηρίζεται σε προσωποπαγές δίκαιο και δυναστικές γενεαλογίες, αλλά στην ικανότητά του να ρυθμίζει την αναδιανομή προϊόντων και υπηρεσιών στα όρια του βασιλείου του, να οργανώνει πλούσια συμπόσια με πάνδημη συμμετοχή και να εξασφαλίζει την εύνοια των θεών με την οργάνωση και διεξαγωγή της λατρείας. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι αναγνωριζόταν και στον ίδιο θεϊκή υπόσταση, και εδώ φαίνεται η επίδραση της μινωϊκής ιδεολογίας της εξουσίας στη μυκηναϊκή. Ο wa-na-ka δεν φαίνεται να διεκδικούσε κύρος με την απόδοσή του στο πεδίο της μάχης, όπως οι ομηρικοί ή οι μακεδόνες βασιλείς αργότερα. Η αρχηγία του στρατού ήταν ίσως υπόθεση ενός άλλου ανώτατου αξιωματούχου, του ra-wa-ke-ta («αρχηγός του λαού», από το λαός + ἄγω), που εμφανίζεται δεύτερος στην ιεραρχία. Έτσι εξηγείται μια σημαντική ιδιομορφία των μυκηναϊκών βασιλείων, η αδιαφορία των αρχείων και της τέχνης για τον άνακτα ως άτομο, για το όνομα, την ιστορία και τη γενεαλογία του. Ένα σώμα ανώτατων πολεμιστών κοντά στον άνακτα αποτελούσαν οι e-qe-ta (ἐπέται, ακόλουθοι, σύντροφοι). Ο τίτλος qa-si-re-u (βασιλεύς) υπάρχει στα μυκηναϊκά κράτη, η έννοιά του όμως είναι ασαφής και οπωσδήποτε δεν δηλώνει τον ανώτατο άρχοντα. qa-si-re-u είναι περισσότεροι από ένας στην Πύλο και ασχολούνται, σε μια περίπτωση, με την επιστασία χαλκουργών. Έχουν ίσως και θρησκευτικά καθήκοντα, όπως ο ἄρχων βασιλεύς στην Κλασική Περίοδο, καθώς και καθήκοντα τοπικού άρχοντα. Ο ko-re-te με βοηθό έναν po-ro-ko-re-te (περιέχει το πρόθεμα προ-) ηγείται ενός οικονομικού διαμερίσματος από τα 16 που είναι γνωστά στο βασίλειο της Πύλου σαν ένα είδος επάρχου (πρβλ. curator και procurator της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Τα κείμενα της Γραμμικής Β αναφέρουν πλήθος άλλων αξιωματούχων, των οποίων οι τίτλοι όμως δεν έχουν ερμηνευθεί ακόμη ικανοποιητικά. Ο da-mo (δῆμος) είναι το οργανωμένο σώμα του λαού, η κοινότητα, που έχει στην ιδιοκτησία της το μεγαλύτερο μέρος της γης και την παραχωρεί κατά τεμάχια στον wa-na-ka, τον ra-wa-ke-ta και σε άλλους αξιωματούχους για τις υπηρεσίες που παρέχουν. Ο da-mo αποτελεί επίσης τη βάση για το σχηματισμό του πιθανόν στρατιωτικού σώματος που διοικεί ο ra-wa-ke-ta. Στην Πύλο υπάρχει και μια μοναδική αναφορά σε ένα συμβούλιο γερόντων, την ke-ro-si-ja (γερουσία). Η υπόλοιπη κοινωνική ιεραρχία βασίζεται, όπως και αργότερα στην αρχαία Ελλάδα, στην αυστηρή διάκριση μεταξύ e-re-u-te-ro (ἐλεύθερος) και do-e-ro (δοῦλος). Οι τελευταίοι ήταν στην ιδιοκτησία ελεύθερων ιδιωτών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων (te-o-jo do-e-ro θεοῦ δοῦλος), μπορούσαν να μεταπωληθούν, και αναφέρονται με το όνομα του κυρίου τους, όχι με το δικό τους. Μπορούσαν όμως και οι ίδιοι να αναπτύξουν αυτόνομη οικονομική δραστηριότητα μισθώνοντας γη ή ασκώντας κάποια τέχνη, όπως η μεταλλουργία. Για την εσωτερική ιεραρχία των ελευθέρων δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία. Η διαστρωμάτωσή τους συνάγεται από διαφορές στην ποσότητα ή το είδος του οπλισμού και στην έκταση γης που τους παραχωρείται από τον da-mo. Με το τελευταίο κριτήριο ξεχωρίζουν στην Πύλο λίγοι te-re-ta (τελεσταί) ως κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης με έδρα το θρησκευτικό κέντρο pa-ki-ja-ne στην περιφέρεια του βασιλείου. Ως κάτοχοι γης αναφέρονται επίσης βοσκοί και μελισσουργοί (me-ri-te-u). Οι ka-ma-e-u αντίθετα μισθώνουν γη της ιδιαίτερης κατηγορίας ka-ma και είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν εισφορές. Η έκταση ενός τεμαχίου γης μετριέται με τους σπόρους που απαιτούνται για τη σπορά του και οι σπόροι μετριούνται με δοχεία. Μονάδα μέτρησης της γης είναι συνεπώς ο αριθμός δοχείων με σπόρους. Οι πηγές που διαθέτουμε για τη μυκηναϊκή θρησκεία είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα σε χώρους ιερών, οι εικονογραφικές μαρτυρίες στη μυκηναϊκή τέχνη και ιδιαίτερα στη σφραγιδογλυφία, και οι αναφορές των κειμένων της Γραμμικής Β σε θεότητες (βλ. διπλανό πίνακα), αφιερώματα και τελετουργίες.[20] Οι πηγές αυτές δεν είναι χωρίς προβλήματα. Η αρχαιολογική ταύτιση ιερών χώρων και ευρημάτων (ειδωλίων, λατρευτικών σκευών), καθώς και η θρησκευτική ερμηνεία εικονογραφικών παραστάσεων εμπεριέχουν πάντοτε το στοιχείο της υποκειμενικότητας και της αβεβαιότητας, καθώς δεν υπάρχουν επιγραφές που να καθοδηγούν αυτές τις ερμηνείες. Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι οι λατρευτικές πρακτικές, τα ιερά σκεύη και σύμβολα και η θρησκευτική τέχνη των Μυκηναίων αναπτύχθηκαν υπό την έντονη επίδραση του Μινωϊκού Πολιτισμού σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και στο επίπεδο της έκφρασης να είναι εξαιρετικά δύσκολη η διάκριση του καθαρά μυκηναϊκού από το μινωϊκό στοιχείο ήδη από την ΥΕ Ι περίοδο. Η διάκριση της μυκηναϊκής από τη μινωϊκή θρησκεία είναι πράγματι ένα από τα πιο ακανθώδη προβλήματα της θρησκειολογικής έρευνας του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Τέλος, τα κείμενα της Γραμμικής Β είναι διοικητικά-λογιστικά και όχι θρησκευτικά, μυθολογικά ή τελετουργικά[21] και διασώζουν πληροφορίες για τέτοια θέματα μόνο στον βαθμό που άπτονται οικονομικών και διοικητικών θεμάτων. Έτσι, η μελέτη της μυκηναϊκής θρησκείας παραμένει αναγκαστικά στο πεδίο έρευνας της προϊστορικής αρχαιολογίας και ερευνάται ως πνευματικό δημιούργημα με βάση κυρίως υλικά κατάλοιπα, όσο κι αν αυτό ηχεί αντιφατικό. Η προσφυγή σε ελληνικά κείμενα της ιστορικής περιόδου για τη μελέτη της προϊστορικής θρησκείας κυριάρχησε στα πρώιμα στάδια της μελέτης του μυκηναϊκού παρελθόντος, σήμερα όμως θεωρείται εν πολλοίς αναχρονιστική. Ωστόσο πολλά στοιχεία της ιστορικής ελληνικής θρησκείας εντοπίζονται με βάση τις παραπάνω πηγές και στο Μυκηναϊκό Πολιτισμό, σε βαθμό που να μπορούμε να μιλάμε για συνέχεια της θρησκείας από τα προϊστορικά χρόνια. Οι περισσότερες ελληνικές θεότητες μαρτυρούνται ήδη στα μυκηναϊκά κείμενα[22] (βλ. τον διπλανό πίνακα, όπου οι μυκηναϊκοί τύποι αναγράφονται συνήθως στη δοτική, όπως αναφέρονται στις πινακίδες). Ζωοθυσίες και συμπόσια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] Η θυσία ζώων και η ακόλουθη τελετουργική κατανάλωση του κρέατος των σφαγίων (sa-pa-ke-te-ri-ja) είναι δύο σημαντικά λατρευτικά έθιμα στον μυκηναϊκό κόσμο. Στη Σειρά Wu των αρχείων της Θήβας και στην πινακίδα Un 138 από το μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου είναι καταχωρισμένες οι εισφορές ζώων και άλλων τροφίμων από νομικά και φυσικά πρόσωπα, που αρκούν για την τροφοδοσία μέχρι και 1000 ατόμων κάθε φορά στο πλαίσιο θρησκευτικών συμποσίων που οργανώνονται από την κεντρική διοίκηση. Άλλα σκεύη, έπιπλα και σχετικός εξοπλισμός αναφέρονται στα αρχεία της Κνωσού και στη Σειρά Ta από την Πύλο. Στο ανάκτορο της Πύλου, που προφανώς χρησιμοποιήθηκε και για τη διοργάνωση πολυπληθών συμποσίων, βρέθηκαν 2854 κύλικες, το πιο διαδεδομένο αγγείο πόσεως κρασιού στη μυκηναϊκή περίοδο, μόνο στο Δωμάτιο 19. Άλλες βρέθηκαν διάσπαρτες στις αυλές του ανακτόρου. Στις μαρτυρίες αυτές προστίθεται η αποσπασματική Τοιχογραφία του Λυρωδού, που κοσμούσε τον τοίχο πίσω από το θρόνο στην κεντρική αίθουσα του μεγάρου της Πύλου. Εκεί διακρίνονται ένας ταύρος, μάλλον πάνω σε τράπεζα προσφορών έτοιμος για θυσία, άγνωστος αριθμός συμποσιαστών καθισμένων σε τραπέζια ανά δύο με υψωμένα χέρια (κρατώντας κύλικες;) και ένας μουσικός, που συνοδεύει με τη λύρα του την τελετή. Στην τοιχογραφία η τελετή φαίνεται να λαμβάνει χώρα στο ύπαιθρο, όμως και μέσα στο ίδιο δωμάτιο, δίπλα στο θρόνο, υπάρχουν αύλακες στο δάπεδο, που προφανώς χρησιμοποιούνταν για προσφορές υγρών στη θεότητα. Στον προθάλαμο του μεγάρου απεικονίζονταν λατρευτές να μεταφέρουν δώρα. Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως ο ἄναξ κατείχε κεντρική θέση στη μυκηναϊκή λατρεία ως οργανωτής και ως αποδέκτης της. Αναφορές που τον εμφανίζουν να λαμβάνει προσφορές λαδιού ανάμεσα μαζί με άλλες θεότητες, οδηγούν πολλούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι αναγνωριζόταν θεϊκή υπόσταση και στον ίδιο τον άνακτα, όπως πιθανότατα και στους ηγεμόνες των μινωϊκών ανακτόρων παλιότερα. Τα Μυκηναϊκά ανακτορικά κέντρα ανέπτυξαν σημαντική πολεμική δραστηριότητα με σημαντικές καινοτομίες και ιδιαιτερότητες σε σχέση με τους υπόλοιπους πολιτισμούς της εποχής του Χαλκού της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου. Από τις σωζόμενες αναφορές των πινακίδων Γραμμικής Β της Κνωσού και Πύλου παρατηρούμε την κατασκευαστική εξειδίκευση των ανακτορικών κέντρων σε μαζικές κατασκευές οπλισμού. Τέσσερις μεταλλικές φολίδες θωράκισης οι οποίες έχουν βρεθεί στις Μυκήνες, στην Σαλαμίνα, στην Τίρυνθα και στο ναυάγιο του Uluburun της Τουρκίας υποδεικνύουν την χρήση φολιδωτών θωράκων απο τους Μυκηναίους[23]. Σημαντικά ευρήματα από την Καδμεία της Θήβας, την Κνωσσό αλλά περισσότερο από την την μεγάλη ανασκαφική ανακάλυψη της διάσημης «Πανοπλίας των Δενδρών» απο τον Paul Astrom στα Δενδρά Αργολίδας[24], σημειώνουν την χρήση χάλκινης ελασματικής θωράκισης κορμού για τον πρόμαχο Μυκηναίο Πολεμιστή κατά την Μέση και Ύστερη περίοδο. Το τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] Κατά την τελευταία περίοδο της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. τα Μυκηναϊκά κέντρα εξουσίας καταστρέφονται (τις περισσότερες φορές απο φωτιά) ή εγκαταλείπονται. Ο πληθυσμός αντιμετωπίζει δραματική μείωση, ο τρόπος ταφής γίνεται απλός, η Μυκηναϊκή γραφή που ήταν το πρώτο είδος Ελληνικής γραφής εξαφανίζεται και η Ελληνική γραφή θα χρειαστεί αιώνες για να επανεμφανιστεί. Σχεδόν όλοι οι σημαντικοί οικισμοί δέχονται επίθεση ενώ ο τρόπος ζωής επιστρέφει σε Μεσολιθικά επίπεδα. Παρά τα όσα κακά προκλήθηκαν, οι φωτιές στα ανάκτορα βοήθησαν στην επιβίωση κειμένων της Μυκηναϊκής γραφής που μας βοήθησαν στην αποκωδικοποίηση. Τρεις κυρίως εξηγήσεις έχουν προταθεί για την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων και τη συνακόλουθη παρακμή Μυκηναϊκού Πολιτισμού: η φυσική καταστροφή, η εξωτερική εισβολή και οι εσωτερικές διαμάχες - αναταραχές. Φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές και ίσως κλιματικές αλλαγές) έχουν πιστοποιηθεί αρχαιολογικά, στο πρώτο κύμα τους όμως άντεξε το σύστημα και τα ανάκτορα ξαναχτίστηκαν. Η απειλή από εξωτερικούς εισβολείς μπορεί να είναι η αιτία για την ενίσχυση των οχυρώσεων, όμως ο υλικός πολιτισμός της ΥΕ ΙΙΙΓ δείχνει αδιάκοπη συνέχεια με την ανακτορική περίοδο πριν την καταστροφή. Ο μύθος της Καθόδου των Δωριέων, που έπλασαν οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας Π.Κ.Χ δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με βεβαιότητα αρχαιολογικά για την συγκεκριμένη περίοδο αλλά μόνο για το τέλος Ελληνικής σκοτεινής περιόδου. Επιπλέον οι μυστήριοι Λαοί της Θάλασσας που κατέστρεφαν οικισμούς τις εποχής μπορεί να έχουν μερίδιο ευθύνης στην πτώση του Μυκηναϊκού συστήματος. Η Μυκηναϊκή Διοίκηση ήταν εξαιρετικά ευάλωτη εξαιτίας των στενών δεσμών μεταξύ των κέντρων εξουσίας στις διάφορες Μυκηναϊκές περιοχές. Αν μία περιοχή έχανε την σταθερότητα της, θα επηρέαζε πολλές άλλες περιοχές. Ταυτοχρόνως η Μυκηναϊκή οικονομία ήταν εξαρτημένη απο το "Διεθνές εμπόριο", μια αποσταθεροποίηση θα μπορούσε να διακόψει το εμπόριο. Με την πτώση του Μυκηναϊκού πολιτισμού και των κέντρων διοίκησης, η Ελλάδα βυθίστηκε σε μία μακροχρόνια σκοτεινή περίοδο που οι Έλληνες άρχισαν να ξεπερνούν μόνο μετά το 900 π.Χ. [25][26] Η αρχαιογενετική μελέτη με τίτλο "Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans" που εκδόθηκε το 2017 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Μυκηναίοι είχαν στενή γενετική σχέση με τους Μινωΐτες, και ότι και οι δύο σχετίζονταν στενά αλλά όχι απόλυτα με τους σύγχρονους Έλληνες. Η ίδια μελέτη ανέφερε επίσης ότι τουλάχιστον 3/4 του DNA των Μυκηναίων και των Μινωϊτών προερχόταν από τους πρώϊμους Νεολιθικούς γεωργούς που ζούσαν στη δυτική Μικρά Ασία και το Αιγαίο Πέλαγος (Μυκηναίοι ~74–78%, Μινωΐτες ~84–85%), ενώ περί το υπόλοιπο 1/4 προερχόταν από αρχαίους πληθυσμούς που σχετίζονταν με τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες του Καυκάσου και το Νεολιθικό Ιράν (Μυκηναίοι ~8–17%, Μινωΐτες ~14–15%). Σε αντίθεση με τους Μινωΐτες, οι Μυκηναίοι είχαν επίσης κληρονομήσει ~4-16% από μία "βόρεια" πηγή που σχετίζεται με τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της Ανατολικής Ευρώπης και της Άνω Παλαιολιθικής Σιβηρίας, και εισήχθη μέσω μίας εγγύτερης πηγής που σχετίζεται είτε με τους κατοίκους της δυτικής Ευρασιατικής στέπας είτε με την Αρμενία. Η μελέτη έδειξε επίσης ότι δεν υπάρχει μετρήσιμη πρόσμιξη από το Λεβάντες ή την Αφρική στους Μυκηναίους και τους Μινωίτες, απορρίπτοντας έτσι την υπόθεση ότι οι πολιτισμοί του Αιγαίου προέρχονταν από μετανάστες των συγκεκριμένων περιοχών.[27]