Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νεοϊνδοευρωπαϊκή Μάθημα 15 Συνέχεια

Από Βικιεπιστήμιο

ΝΕΟΪΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΜΑΘΗΜΑ 15 Συνέχεια


ΜΙΑ ΤΕΧΝΗΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ


(Με βάση το σχετικό δικό μας βιβλίο (των Ιωαννίδη Κ. & Ιωαννίδου Αικ.) του 2008) --ΚώτσονΙωαν 19:46, 27 Αυγούστου 2009 (UTC)


ΜΑΘΗΜΑ 15. Μικρό νεοελληνικό - νεοϊνδοευρωπαϊκό λεξικό .


Κ


κάβα, κελλάρι > oinon, se < οἰνών, -ῶνος, κάβουρας > karkin, se < καρκίν-ος κάγκελο > drufrakt, se < δρύφρακτ-ον, καθαίρεση > katairese, se < καθαίρεσις, -εως, κάθαρμα > epitript, se <ἐπίτριπτος, καθελκύω > katelku, eg, καθένας > ekast, se < ἕκαστος, καθένας > katene, se < καθείς < καθεν-ός, καθιερώνω > katiero, eg < καθιερό-ω, κάθισμα πτυσσόμενο > okladi, se < ὀκλαδί-ας, κάθισμα, έδρα > katedr, se < καθέδρα, κάθοδος > katod, se, καθόλου > uoposon, κάθομαι > kateor, eg < κάθη-μαι, κάθομαι > katezor, eg < καθέζ-ομαι, καθορίζομαι > katoridor, eg, καθρέπτης > enoptr, se < ἔνοπτρον, καθυστερώ > bradun < βραδύν-ω, και μάλιστα > alle ke < ἄλλως τε, καί ἄν > kean, kean u, και όμως > ala ke > ἐν τούτοις, καί, οὔτε > ke, uke, καιρ-ός > kair, se, Καίσαρ > Kaisar, se, καίω τελείως > katafleg, eg < καταφλέγ-ω, κακά > kake < κακ-ός, κακός > kak < κακ-οῦ, κακός > kak, kakion, kakist, καλά > agate < ἀγαθῶς, καλά > agate, agatione, agatiste< ἀγαθῶς, καλά > eu < εὖ, καλά > kalos, kale < καλῶς, καλά, μόριο > eien < εἶεν, καλαμάκι > donaki, se < δονάκι-ον, καλάμι για ψάρεμα > agreut kalam < ἀγρευτής κάλαμος, καλαμωτή > tars, se <ταρσ-ός, καλλίτριχος > kallitrih, se < καλλίθριξ, <-τριχος, καλλίφωνος > eulal, se < εὔλαλ-ος, καλοκαίρι > teres, se < θέρος < θέρεσ-ος, καλός > agat, agation, agatist < ἀγαθός, κάλος > tul, se < τύλος, ὁ, καλύβα > kali, se < καλι-ά, Κάλχας > Kalhas, se < Κάλχαντ-ος.


καλώ > kale, eg <καλέ-ω, καλώ σε δείπνο > eis se deipn eg kale, καῦμα > kaumat, se < καύματ-ος, κάμποσο > oposon, κάμποσος > oposo, -a, -on, καμπούρης > kuf, se < κυφ-ός, καμπουρομύτης > epigrup, se < ἐπίγρυπ-ος, κανέλα > kinnamom, se < κιννάμωμον, κανένας > uoto, κανενός είδους > uopoio, κανόνας > kanon, se < κανόν-ος, κανονικά > kanonike < κανον-ικ-ός, κάνω > poie, eg < ποιέ-ω, κάνω δούλο > ekandrapodid, eg < ἐξανδραποδίζω, κάνω εμετό > eme, eg < ἐμέ-ω, κάνω επίθεση > epite, eg < ἐπιτίθεμαι, κάνω, ηλιοθεραπεία > eliotere, eg < ἡλιοθερέ-ω, κάνω θόρυβο > psofe < ψοφέ-ω, κάνω ιππασία > ippazoul, eg < ἱππάζομαι, κάνω τούμπες > kubista, eg < κυβιστά-ω, καπάκι > pomat, se < πῶμα, -ατος, κάποιος από τους δύο > opotero, κάποιος, -α, -ο > oto, ota, oton, κάποιου είδους > opoio, -a, -on, κάποτε > opote, κάστανο > euboik karu, se < εὐβοϊκόν κάρυον, κατά τη γνώμη μου > kata se ma gnom, κατά τη διάρκεια > per < λατινική, per, πρόθεση, καταγγέλλω στο δικαστήριο > grafor, eg, καταγωγή > katagog, se, καταδικάζω > katagno, eg < καταγιγνώσκω, καταδικάζω > katadikaz, eg, κατακρίνω > epitima, eg < ἐπιτιμά-ω, καταλαβαίνω > katamat, eg < κατα-μα-ν-θ-άν-ω, καταλαβαίνω > sune < συν-ί-η-μι, κατάλογος > katalog, se, κατάλυμα > katalumat, se < καταλύματ-ος, καταναλώνω > katanalo, eg > καταναλό-ω, κατανόηση > katanoese, se, καταπιέζω> katapiez, eg, καταπλέω > kataple, eg, κατάσταση > katastase, se < κατάστασις, -εως, καταστρέφω > apollu, eg < ἀπόλλυμι, καταστρέφω > lumain, eg < λυμαίν-ομαι, καταστροφή > oletr, se < ὄλεθρ-ος, καταστροφικός > oloi, se < ὀλοι-ός, καταφέρνω > katafer, eg < καταφέρ-ω, καταψύχω > katapsuh, eg, κατεργάζομαι > katergaz, eg.


κατέχω > kateh, eg, κατηγορία > aiti, se < αἰτία, κατηγορία > enklemat, se < ἐγκλήματ-ος, κατηγορία > kategori, se, κατηγορώ > aitia, eg < αἰτιά-ω, κατηγορώ > kategore, eg < κατηγορέ-ω, κατηγορώ > pseg, eg < ψέγ-ω, κατηφορικός > katantes, se < κατάντης, κατσίκα > aig, se < αἰγ-ός, κατσίκα > erif, se < ἔριφος, κατσικάκι > apali, se < ἁπαλί-ας, κάτω από > upo < ὑπό κατώτερος > katoion, se < κάτω + ion, κατώφλι > oud, se < οὐδός, ὁ, καυγατζής > erist, se < ἐριστής, καύσωνας > pniges, se < πνῖγος, -εσος, καύχημα > auhemat, se < αὐχήματ-ος, καφές > kafe, se, κείμαι > kei, eg < κεῖμαι, κέρατο > kerat, se < κέρας, κεραυνός > keraun, se, κέρδος > kerdes, se, κερκίδα > kerkid, se, κεφάλαιο > kefalai, se, κεφάλι > kefal, se < κεφαλή, κηδεμόνας > kedemon, se < κηδεμών, -όνος, κηλίδα > spil, se < σπίλος, κήπος > kep, se < κῆπ-ος, κήρυκας > keruk, se < κήρυκ-ος, κινδυνεύω > kinduneu, eg, κίνδυνος > kindun, se, κίνηση γενικά > pros < πρὸς, κινώ > kine, eg < κινέ-ω, κλαί-ω > klai, eg, κλειδί > kleid, se < κλείς < κλειδ-ός, κλείνω > klein, eg, κλείνω έξω > eirg, eg < εἴργω, κλέφτης > for, se < φωρ, κλεψύδρα > klepsudr, se, κλίμακα > klimak, se < κλίμακ-ος, κλίνω > klin, eg, κόβω > apotem, eg < ἀποτέμ-ν-ω, κοιμάμαι > eude, eg < εὕδω, κοιμάμαι > katadartan, eg < καταδαρθάνω, κοιμίζω, κοιμάμαι > koima, eg < κοιμά-ω, κοινός > koin, se, κοινωνία > koinoni, se, κόκκινο φόρεμα > aimatid, se < αἱματίδ-ος, κόκορας > alektor, se < ἀλέκτορ-ος, κόλλα > iks, se < ἰξ-ός, κολοφώνας, κορυφή, τέλος > kolofon, se < κολοφών.


κολυμπώ > neh, eg < νήχ-ομαι, κομψοτέχνημα > kompsotehnemat, se, κοντά, δίπλα > para < παρά, κοπιάζω > pone, eg < πονέ-ω, κόπωση > kopose, se < κόπωσις, κόρη > kor, se, κόρη, θυγατέρα > tugatr, se < θυγάτηρ < θυγατρ-ός, κορίτσι > paida, se < παῖς, κοροϊδεύω > loidore, eg < λοιδορέ-ω, κοροϊδεύω > oneidid, eg < ὀνειδίζω, κοροϊδεύω > skopt, eg < σκώπτ-ω, κότινος, αγριελιά > fuli, se < φυλί-α, κοτόπουλο > alektorid, se < ἀλεκτορίδ-ος, κότσος > krobul, se < κρωβύλ-ος, κοτσύφι > kossuf, se < κόσσυφ-ος, κουβάς > arubal, se < ἀρύβαλλος, ὁ, κουβάς > kad, se < κάδος, κουβέρτα > lodik, se < λώδιξ < λώδικ-ος, κουδούνι > kodon, se < κώδων-ος, κούκλα > nani, se < νανίον, κουκουνάρα > kon, se < κῶν-ος, κουκούτσι > gigart, se < γίγαρτον, κουλούρι, πίτα > kollik, se < κόλλιξ, -ικ-ος, κουνάβι > iktid, se < ἴκτις , -ιδος, κουράζομαι > kam, eg < κάμ-ν-ω, κουράζομαι > kopia, eg < κοπιάω, κουρείο > kourei, se < κουρεῖ-ον, κουρεύω > keir, eg < κείρ-ω.


κουτάλα > arutain, se < ἀρύταιν-α, κρασί > metu, se < μέθυ, -ος, κρασί > oin, se < οἶνος, κραυγή > kraug, se, κρέας > kreas, se < κρέως < κρέασος, κρεβάτι, καναπές > lehe, se < λέχ-ος, -εος, κρίση > krise, se < κρίσε-ως, κρυφά > krubden < κρύβδην, κρυφά > krufa < κρύφα, κρυφός > kruf, se, κρυψώνα > keutmon, se < κευθμών < -ῶνος, κτενίζω > pek, eg < πέκ-ω, κτήση > ktese, se < κτήσε-ως, κτήτορας > ktetor, se, κτίσιμο > ktise, se < κτίσε-ως, κυκεώνας > kukeon, se, κύκλος > kukl, se < κύκλ-ος, κυκλώνω > kuklo, eg < κυκλό-ω, κύμα > kumat, se < κύματ-ος, κύμινο > kumin, se < κύμιν-ον, κυνηγώ > tereu, eg < θηρεύ-ω, κυρία > despoin, se < δέσποινα, κυριεύω > aire, eg < αἱρέ-ω, κυριεύω > katalab, eg < κατα-λα-μ-β-άν-ω, κυριεύω > kurieu, eg, κύριος > kuri, se < κύρι-ος, κύριος, αφέντης > despot, se < δεσπότης, Κύρος > Kuros, se < Κῦρος, κωπηλάτης > eret, se < ἐρέτ-ης, κωπηλάτισσα > ereta, se < ἐρέτ-ης


Λ


λαβράκι > labrak, se < λάβραξ, λαθραῖος > latrai, se, Λακεδαιμόνιος > Lakedaimoni, se, λαμπρύνω > aglaid, eg < ἀγλαϊζω, λάμπω > lamp, eg, λαός > la, se < λα-οῦ, λαός, δήμος > dem, se < δήμ-ου, λάρνακα, φέρετρο > larnak, se < λάρναξ, λατινικός > latinik, se, λατίνος > latin, se, λατομείο > litotomi, se < λιθοτομί-α, λατρεία > latrei, se, λάχανο > gongul, se < γογγύλη, ἡ, λάχανο > kramb, se < κράμβ-η, λάχανο > lahan, se < λάχανον, λαχανο-πώλης > lahanopol, se, λαχανοπώλισσα > lahanopola, se < λαχανόπωλις, λέβητας, καζάνι > lebet, se < λέβης < λέβητ-ος, λέγομαι > legor, eg, λέγω > fraz, eg < φράζω, λέγω, ισχυρίζομαι > fe, eg < φημί, μιλώ > omile, leg, eg < ὁμιλέ-ω, λεηλασία > leelasi, se, λειτουργία > leitourgi, se, λεκάνη > lekanid, se < λεκαν-ίς, λεκάνη > leke, se < λέκος < λέκε-ος, λεμόνι > kitri, se < κίτρι-ον, λεπτό > lept, se < λεπτόν, λευκός > poli, se < πολιός, λεωφορείο > leoforei, se < λεωφορεῖ-ον, λίγο > olige < ὀλίγον, λὐκος > luk, se < ὁ λύκος, λογικός > sofron, se < σώφρον-ος, λογικός > logik, se < λογικ-ή, λόγος, λόγια > log, loges, se < λόγ-ος, λοιπόν > ara, ara u < ἄρα, λουλούδι, άνθος > antes, se < ἄνθεσ-ος, λουτρό > balanei, se < βαλανεῖον, λύκαινα > luka, se < ἡ λύκαινα, λύκαινες > lukaes, se < αἱ λύκαιναι, λύκειο > lukei, se < λύκειον, λύκοι > lukes, se < οἱ λύκοι, λυπάμαι > lupeul, eg < λυπέ-ομαι, λυπάμαι > oikter, eg < οἰκτείρω, λυπάμαι, είμαι φορτωμένος > aht, eg < ἄχθομαι, λυπώ > ania, eg < ἀνιά-ω, λύση > luse, se < λύ-σις, λυσσαλέος > labr, se < λάβρ-ος.


Μ


μα, ορκωτικό μόριο > ma < μά, μαγειρείο, κουζίνα > magerei, se, μαζί με > sun < σύν, μάθημα > matemat, se < μαθήματ-ος, μαθητής > matet, se, μαθήτρια > mateta, se, μακάρι > eigar < εἰ γάρ, μακριά > ekpodon < ἐκποδών, μακριά > ekas < ἑκάς, μαλακός > malak, se, μαλλιά > kom, se < κόμ-η, μανία > mani, se, μανίκι > heirid, se < χειρίς, -ίδος, μαντήλι > rinomaktr, se < ῥινόμακτρον, μάπας > mammakut, se < μαμμάκυθ-ος, μαραίνομαι > ftin, eg < φθίν-ω, μαρκίζα > parorofid, se < παρωροφίς, -ίδος, μαρούλι > tridak, se < θρίδαξ, -ακος, Μάρτιος > marti, se, μάρτυρας > martur, se < μάρτυρ-ος, μαρτυρώ > marture, eg < μαρτυρέ-ω, μάταια > mataie < μάται-ος, μάτι > oftalm, se < ὀφθαλμ-οῦ, μαχαίρι, σπαθί > fasgan, se < φάσγαν-ον, μάχη > mah, se, με κανένα τρόπο > uopos, με λένε > onomat es te eg < ὄνομά μοι έστι, με μακρύ ένδυμα > elkesipepl, se < ἑλκεσίπεπλος, με τα δόντια > odaks < ὀδάξ, με τα πόδια > peze < πεζῇ, με ωραία μύτη > eurin, se < εὔρινος, με ωραία μάτια > euop, se < εὐώψ, με ωραία φρύδια > euofru, se < εὔοφρυς. μεγάλος > megal, se, μειρακίσκ-ος > νεαρούλα > meirakiska, se, μειρακίσκ-ος > νεαρούλης > meirakisk, se.

μελαψός > kelain, se < κελαιν-ός, μελετώ > meleta, eg < μελετά-ω, μέλλον > mellont, se, μένω > katoike, eg < κατοικέ-ω, μένω > men, eg, μερίδα > merid, se, μέρος > tmemat, se < τμήματ-ος, μετά από > meta < μετά, μεταγράφ-ω > metagraf, eg, μετακομίζω > metahore, eg < μεταχωρέ-ω, μεταξοσκώληκας > bombuk, se < βόμβυκ-ος, μετασχηματισμός > metashematism, se, μεταφέρω > diakomid, eg < διακομίδ-j-ω, μεταφορ-ά > metafor, se, μεταφράζ-ω > metafraz, eg, μετάφραση > metafrase, se < μεταφράσε-ως, μετέχ-ω > meteh, eg, μετέωρος > metarsi, se < μετάρσι-ος, μετόπη, μέτωπο > metop, se, μετριάζω > metriaz, eg, μέχρι > eos < ἕως, μη θυμώνεις > age u tu tumo, μήνας > men, se < μην-ός, μήνυση > eisangeli, se < εἰσαγγελία, μήνυση > grafe, se < γραφή, μήπως > men, men u < μη, μηρός > kohon, se < κοχών-η, ἡ, μητέρα > mater, se < μήτηρ, μήτρα > uster, se < ὑστέρ-α, μικρό ποτήρι > kotul, se < κοτύλ-η, μικρός > mikr, se, μιλώ καλά > eu leg, eg < εὖ λέγω, μιλώ καλά > eufeme, eg < εὐφημέ-ω, Μίνως > Minos, se < Μίνω-ος, μισθοφόρος > mistofor, se.


μίσος > eht, se < ἔχθος, μισώ > mise, eg < μισέ-ω, μνα, νόμισμα > mna, se < μνά-ας, μνηστή > mnestera, se < μνηστήρ, μνηστήρας > mnester, se < μνηστήρ, μοίρα > moir, se < μοῖρα, μοίρα > mor, se < μόρ-ος, μοίρα > potm, se < πότμ-ος, μοιράζω > nem, eg < νέμ-ω, μομφή > psog, se < ψόγ-ος, μοναδικός > monadik, se, μορφή > morf, se, μου επιτρέπεται > ekes te me < ἔξεστι μοι, μουρμουρίζω > rote, eg < ῥοθέ-ω, μούρο > sukamin, se < συκάμιν-ον, μουσική > musik, se < μουσικ-ῆς, μουσικό όργανο > kumbal, se < κύμβαλο, μπαγιάτικος > eol, se < ἕωλ-ος, μπαίνω > eisi, eg < εἰσέρχ-ομαι, μπάλα > sfair, se < σφαῖρα, μπαμπάκας > pappas, se < πάππας, μπαμπάκας > pappias, se < παππίας, μπαμπούλας > Akko, se < Ἀκκώ, μπαούλο > hel, se < χηλ-ός, μπαστούνι > bakteri, se < βακτηρία, μπορώ > duna, eg < δύνα-μαι, μπουμπούκι > kaluk, se < κάλυξ < -υκος, μπράβο > euge! > επιφώνημα επιβράβευσης, μπροστά από > pro < πρό, μύθος > mut, se, μύκητας > muket, se < μύκης < -ητος, μύλ-ος > mul, se, μυλωνάς > mulotr, se < μυλωθρ-ός, μύτη > rin, se < ῥιν-ός, μώλωπας > molop, se < μώλωψ, -ωπος.


Ν


να > na, na u < ἵνα, να, ιδού, μόριο > een < ἤν, να, μόριο προστακτικής > age < ἄγε, ναι, όχι > nai, u < ναί, οὐ, ναυπηγείο > neori, se < νεώρι-ον, τὸ, νεαρή, έφηβη > meiraka, se < μεῖραξ, νεαρός, έφηβος > meirak, se < μεῖραξ, νεκρός > neku, se < νέκυ-ς, -υος, ὁ, νέκταρ > nektar, se, νέος > neik, se, νερό > udat, se < ὕδωρ < ὕδατ-ος, Νίκαια > Nikaia, se, νικά-ω > nika, eg, νίκη > nik, se, νικηφόρος > nikefor, se, νιώθω, αισθάνομαι > aist, eg < αἰσθανόμαι, νόημα > noemat, se < νοήματ-ος, νοικιάζω > ekmisto, eg < ἐκμισθό-ω, νοικιάζω > mistoul, eg < μισθό-ω, νομίζω > nomid, eg < νομίδ-j-ω, νομίζω > oie, eg < οἴομαι, νομίζω, μου φαίνεται > doke, eg < δοκέ-ω, νομοθέτης > nomotet, se, νόμος > nom, se, νους > no, se < νό-ου, ντρέπομαι > aideor, se < αἰδέομαι, ντροπή > aidos, se < αἰδόσ-ος, ντροπή Αργείοι! > aidos, o argeies!, νύμφη > numf, se, νύχτα > nukt, se < νυκτ-ός.


Ξ


ξενοδόχα > ksenodoha, se, ξενοδοχείο > ksenodohei, se < ξενοδοχεῖ-ον, ξενοδόχος > ksenodoh, se, ξένος > allodap, se < ἀλλοδαπ-ός, ξενώνας > ksenon, se < ξενῶν-ος, ξεπερνώ > uperbain, eg < ὑπερβαίν-ω, ξεπληρώνω > ektin, eg < ἐκτίν-ω, ξερό σύκο > ishad, se < ἰσχάς, -άδος, ξερόξυλο > frugan, se < φρύγαν-ον.


Ο


ο! επιφώνημα προσφώνησης > ο!, ογδόντα > oktodeka < ὀγδοήκοντα, οδηγός > odeg, se < ὁδηγός, οδηγός, πράκτορας > agtor, se < ἄγ-ω + tor, οδηγώ > ag, eg < ἄγ-ω, οδηγώ > ege, eg < ἡγέ-ομαι, οδικός > odik, se < ὁδικ-ός, οδός > keleut, se < κέλευθος, ἡ, Οιδίποδας > Oidipous, se < Οἰδίπους, οικειότητα, φιλία > oikeiotet, se < οἰκειότης, -ότητος, οικείος > oikei, se < οἰκεῖος, οικονομώ > feid, eg < φείδομαι, οικουμένη, κόσμος > oikoumen, se < οἰκουμένη, ἡ, οικώ, κατοικώ > oike, eg < οἰκέ-ω, οκτώ > okto < ὀκτώ, ολέθριος > olokler, se < ὁλόκληρ-ος, όλμος > olm, se <ὅλμ-ος, όλος > ol, se < ὅλος, όλος > pant < παντ-ός, ολοφάνερος > katadel, se < κατάδηλ-ος, ολοφάνερος > prodel, se < πρόδηλος, ομαλός > omal, se < ὁμαλ-ός, ομελέτα > tri, se < θρί-ον, ομιλητής > legtor, se < λέγ -ω + tor, ομιλητής > omilet, se, ομορφαίνω > kallun, eg < καλλύν-ω, όμορφος > orai, se < ὡραῖος.

ομόψηφος > sunpsef, se < σύμψηφ-ος, ομπρέλα > kausi, se < καυσί-α, όποιος > osto, osta, oston > ὅστις, όποιος από τους δύο > ospotero, -a, -on, οποίος, -α, -ον > o, a, on < ὅς, ἥ, ὅ >, όποιου είδους > oio, oia, oion < οἷος, όπου > opu < ὅπου, όπως > opos < ὅπως, όραμα > oramat, se < ὁράματ-ος, όργανα εξουσίας, άρχοντες > teleses, se < τέλος, οργίζομαι > orgidor, eg, ορισμός > orism, se, ορκίζομαι > om, eg < ὄμνυμι, όρκος > ork, se < ὅρκος, ορμητικός > kraipn, se < κραιπν-ός, ορτύκι > ortug, se < ὄρτυξ, -υγος, όσο > oson, όσος > oso, osa, oson, < ὅσος, ὅση, ὅσον, όταν > ote < ὅταν, ότι > oti, oti u < ὅτι, ουαί > ue!, feu!, ah! > επιφωνήματα λύπης, ούγια > lomat, se < λῶμα < λώματ-ος, ουν ερωτηματικό μόριο > un< οὖν, ουρλιάζω > oru, eg > ὠρύο-μαι, οφείλομαι > ofeilor, eg, οφέλημα > ofelemat, se < ὠφέλημα < -ατος, οφελώ > ofele, eg < ὠφελέ-ω, οχυρωμένος > erumn, se < ἐρυμν-ός.


Π


παγίδα > pagid, se < παγίς, -ίδος, παγκράτιο > pangrati, se, πάθος > pat, se, παιάνας > paian, se, παιδαγωγός > paidagog, se, παιδί > tekn, se < τέκν-ον, παιδί, αγόρι > paid, se < παῖς, παίζω > paidid < παῖς, παίρνω με κλήρο > lah, eg < λα-γ-χ-ά-νω, παιχνίδι > paigni, se < παίγνι-ον, παιχνίδι > aturmat, se < ἀθύρματ-ος, παιχνίδι > paigmat, se < παῖγμα, -ατος, παλαμήδα > pelamud, se < πηλαμύς, -ύδος, πάλι > au < αὖ, πάλι > autis < αὖθις, παλμός > palm, se, πανάρχαιος > panarhai, se, πάνδημος > pandem, se, πανί > oton, se < ὀθόν-η, ὁ, πάνοπλος > panopl, se, παντοπωλείο, ταβέρνα > kapelei, se < καπηλεῖ-ον, πάντοτε > u nun ke ehtes < οὐ νῦν κ'αχθές, παντόφλες > embades, se < ἐμβάδες, παντρεύω > numfeu, eg <νυμφεύ-ω, πάνω από > uper < ὑπέρ, πάνω σε > epi < ἐπί, πάνω στην ώρα > eis se kair ek < εἰς καιρόν ἥκεις, παπαγάλος > psittak, se < ψιττακ-ός, πάπια > ness, se < νῆσσα, ἡ, παππούς > papp, se < πάππος, παραβαίνω όρκο > epiorke, eg < ἐπιορκέ-ω, παράγγελμα > parangelmat < παραγγέλματ-ος, παράγων > paragont, se < παράγων < -οντος, παράδειγμα > deigmat, se < δείγματ-ος, παράδειγμα > paradeigmat, se < παραδείγματ-ος, παραδεκτός > paradekt, se, παραδίδω > parado, eg < παραδί-δω-μι, παράδοξο > paradoks, se.


παραθαλάσσιος > aghitalass < ἀγχιθάλασσος, παράθεση > paratese, se < παράθεσις, -εως, παραίτηση > paraitese, se < παραίτησις, -εως, παραιτούμαι > paraite, eg < παραιτέ-ομαι, παρακάθομαι > parakate, eg < παρακάθη-μαι, παρακαλώ > antibole, eg < ἀντιβολέ-ω, παρακαλώ > parakale, eg < παρακαλέ-ω, παρακινώ > parakine, eg < παρακινέω, παρακολουθώ parakoloute, eg < παρακολουθέ-ω, παραλαμβάνω >paralab, eg < παρα-λα-μ-β-άν-ω, παραλία > eion se < ἠιών, ἡ, παραμελώ > paramele, eg < παραμελέ-ω, παρανόηση του Χριστιανισμού > paranoese of se hristianism, παράνομος > paranom, se, παραπέτασμα, κουρτίνα > parapetasmat, se, παράσιτο > parasit, se, παραστάτης > parastat, se, παράφρων > ekfron, se < ἔκφρων < ἔκφρον-ος, παρέα > sunlog, se < σύλλογ-ος, παρεκτροπή > parektrop, se, παρέχω εγγύηση > engua, eg < ἐγγυά-ω, παρηγορώ > paramute, eg < παραμυθέ-ομαι, παρόρμηση > parormese, se < παρόρμησις, -εως, πάρτι > toin, se < θοίν-η, παστέλι > itri, se < ἴτρι-ον, πατέρας > pater, se < πατήρ, Πάτρα > Patrai, se < Πάτραι, πατσάς > mimarku, se < μίμαρκυς , -υος, παύω > pau, eg < παύ-ω, πεθαίνω > teleuta, eg < τελευτά-ω, πεθερά > pentera, se < πενθερά, πεθερός > penter, se < πενθερός, πειθαρχία > eutaksi, se < εὐταξία.


πείθω > peit, eg, Πειραιάς > Pireus, se < Πειραιεύς, πέμπτος > penteik, se, πένθιμος > lugr, se < λυγρ-ός, πέντε > pente, περηφάνεια > uperefanei, se < ὑπερηφάνεια, περιγράφω > perigraf, eg, περίεργος > perierg, se < περί + ἐργάζομαι, περικεφαλαία > korut, se < κόρυς, ἡ < κόρυθ-ος, περιμένω > anamen, eg < ἀνα-μέν-ω, περίοδοι της ιστορίας > se periodes of se istori, περιουσία > ousi, se < οὐσία, περίσταση > peristase, se < περίστασις < -εως, περιτρέχω > peritreh, eg, περιτροπή > peritrop, se, περίφραξη > erk, se < ἕρκ-ος, περίφραξη > sek, se < σηκ-ός, περιφρονώ > periora, eg < περιορά-ω, περπατώ, ταξιδεύω > odeu, eg < ὁδεύω, Πέρσες > perses, se, πετάω, ίπταμαι > pet, eg < πέτ-ομαι, πετσέτα > maktr, se < μάκτρ-ον, πετυχαίνω > eudokime, eg < εὐδοκιμέ-ω, πηγάδι > freat, se < φρέατ-ος, πηγαίνω > i, eg < εἶμι, πιατέλα > lopad, se < λοπάς < λοπάδ-ος, πίνακας > pinak, se < πίνακ-ος, πίνω > pin, eg, πιο γρήγορα > taheione < ταχέ-ος + ione, πιο κακά > kakione < κάκιον, πιστεύω > pisteu, eg, πίστη > piste, se <πίστε-ως, πιστός > pist, se, πίτα > plakount, se < πλακοῦς, -οῦντος, πίτα > popan, se < πόπανον, τὸ, πλάτος, τὸ > plates, se < πλάτεσ-ος.


πλατσομύτης > sim, se < σιμ-ός, Πλάτων > Platon, se, πλειοψηφία > pleiopsefi, se, πλεξούδα > bostruh, se < βόστρυχος, πλευρά > pleur, se < πλευρ-ᾶς, πληγ-ή > elk, se < ἕλκος, πληροφορήθηκα > putsa, eg < ἐ-πυθ-όμην, πληροφορία > puste, se < πύστις, -εως, πληροφορούμαι > put, eg < πυ-ν-θ-άν-ομαι, πλήρωμα > pleromat, se < πλήρωμα, -ατος, πλησμονή > plesmon, se, πλίνθος > plint, σε, πλοίο > ploi, se, πλοίο > ne, se < νε-ώς, πλούς > plo, se < πλοῦς < πλό-ος, πλούσιος > olbi, se < ὄλβιος, πλούτος > plut, se, Πλούτωνας > Plouton, se < Πλούτων, πλυντήριο > plunteri, se, πλώιμος > ploim, se, πνεύμα > pneumat, se < πνεύματ-ος, ποιας ηλικίας> peliko, -a -on < πηλίκος, ποιητής> poiet, se, ποιος από τους δύο > potero, -a, -on < πότερος, πόλεμος > polem, se, πόλη > pole, se < πόλις, πολίτης > polit, se, πολιτικός > politik, se, πολύ > panu < πάνυ, πολύ > polle, πολύ > sfodra, πολύ άσχημα > kakiste < κάκιστα, πολύ γρήγορα > taheiste < ταχέ-ος + iste, πολύ μεγάλος > megalist, se < megal + ist, πολύ σημαντική > polle semantik, πολύ, υπερβολικά > agan < ἄγαν, Πομπήιος > Pompeius, se, πονώ, λυπάμαι >alge, eg < ἀλγέ-ω, πόρνη > porn, se, Πορτογαλία > Portogalia, se, πορτοκάλι > mel medik, se < μῆλον μηδικόν, πορτοφόλι > ballanti, se < βαλλάντιον, Ποσειδώνας > Poseidon, se < Ποσειδῶν.


πόσον > poson, πόσος > poso, posa, poson, ποταμός > potam, se, ποτέ > uopote, πότε > pote, ποτήρι > koton, se < κώθων, ποτήρι > kuat, se < κύαθος, ποτήρι > kulik, se < κύλικ-ος < κύλιξ, ἡ, πουθενά > uopu, πουλί, κότα > ornit, se < ὄρνις < ὄρνιθ-ος, πράγμα > pragmat, se < πράγματ-ος, πραγματεία > pragmatei, se, πραγματεύομαι > pragmateu, eg, πράττω, κάνω > prag, eg < πράττω < πράγ-j-ω, πρέπει > hon de < δεῖ, πρέπει > hon hre < χρή, πρέσβης > angel, se < ἄγγελος, πρέσβης > presbe, se < πρέσβε-ως, πριονίζω > pri, eg < πρί-ω, πρισματικός > prismatik, se, προδίδω > prodo, eg < προ-δί-δω-μι, προεδρεύω > proedreu, eg, προεδρία > proedri, se, πρόεδρος > proedr, se, προηγούμαι > proege, eg < προηγέ-ομαι, προθυμία > protumi, se, προίκα > fern, se < φερνή, πρόκειται > prokei, hon, προλέγω > proleg, eg, προμηθευτής > prometeut, se, προμηθεύ-ω > prometeu, eg, προς εμπρός > proso < πρόσω, προς πού > pros pu > pu < ποῦ, apo pu, προς τα εκεί > pros ekei, προς το παρόν > se ge nun < το γε νῦν, προσβάλλω > prosbal, eg, προσβολή > lum, se < λύμ-η, προσεχής > prosehes, se < προσεχέσ-ος, πρόσκληση > prosklese, se, προσπαθώ > peira, eg < πειρά-ομαι.


προσποιούμαι > prospoieor, eg, προσφέρω > prosferor, eg, προσωπικός > prosopik, se, πρόσωπο > prosop, se, προτιμώ > protima, eg > προτιμά-ω, προτού να > prin < πρίν, προτροπή > protrop, se, προτύτερα > proteron, proiοne, προϋπάρχω > prouparh, eg, προφανής > profanes, se < προφανής < -έσος, πρόφαση > profase, se < πρόφασις, -εως, προφασίζομαι > proish, eg < προϊσχομαι, προχωρώ > diaporeu, eg < διαπορεὐ-ομαι, προχωρώ > prohore, eg < προχωρέ-ω, πρύτανης > prutane, se < πρυτάνε-ως, πρωκτός > pug, se < πυγή, πρώτα > proton, προiste < πρῶτον, πρώτ-ος > enik, se < en + ik, πῶς > pos, πτέρυγα > keras, se < κέρως < κέρασος, πυρετός > epial, se < ἠπίαλ-ος, πυρετός > puret, se, πυρήνας , κουκούτσι > puren, se < πυρήν, -ῆνος, πυρπολώ > enpre, eg < ἐμ-πί-μ-πρη-μι.


Ρ


ράβδος > rabd, se, ραγδαίος > ragdai, se < ραγδαῖος, ραψωδία > rapsodi, se, ραψωδός > rapsod, se < ῥαψωδ-ός, ρεπανάκι > rafanid, se < ῥαφανίς < -ίδος, ρεφραίν > epod, se < ἐπωδός, ρέω, τρέχω > ree, eg < ῥέω, ρήμα > remat, se < ρήματ-ος, ρήτορας > retor, se < ῥήτωρ, ρίγανη > origan, se < ὀρίγαν-ον, ροδάκινο > mel persik, se < μῆλον περσικόν, ρόκα > elakat, se < ἠλακάτη, ροκάνι > rukan, se < ῥυκάν-η, ἡ, ρούχο ανδρικό χωρίς μανίκια > ekomid, se < ἐξωμίς, ροχαλητό > poifugmat, se < ποίφυγμα, ρυτίδα > farkid, se < φαρκίς, -ίδος, ρώγα > rag, se < ῥαγ-ός, ρωτάω > erota, eg < ἐρωτά-ω.


Σ


σακάτης > sifl, se < σιφλ-ός, σακούλα > tulak, se < θύλακ-ος, σαλιγκάρι > kohli, se < κοχλί-ας, σαμάρι > episagmat, se < ἐπίσαγμα, σαμάρι > sagmat, se < σάγμα < -ατος, σαν τη δική μας > osan se emetera, σάπιος > sapr, se < σαπρός, Σάρδεις > Sardeis, se, σαφώς > safese < σαφοῦς < σαφέσ-ος + -e, σβούρα > bembik, se < βέμβικ-ος, σε δέκα ημέρες > in deka emeres, σε έκταση > in ektase, σε μένα > te eg, σε σημασία > in semasi, σε, κίνηση προς > eis < εἰς, σε, μέσα σε, στάση > in < in, σεβασμός > aidemosun, se < αἰδημοσύνη, σεβασμ-ός > sebasm, se, σελίδα > selid, se, σεξ > somatik erot, se, σεξουαλικές εμπειρίες > erotik enpeiries, σηκώνω > anaste, eg < ἀν-ί-στη-μι, σηκώνω > egeir, eg < ἐγείρ-ω, σημείο > semei, se, σήμερα > semeron < σήμερον, σιδεράς > halkee, se < χαλκεύς, -έως, σιτάρι > sit, se < σῖτος, σιτοπώλης > sitopol, se, σιωπώ > siopa, eg < σιωπά-ω, σκάβω > orug, eg < ὀρύσσω, σκαλοπάτι > batmid, se < βαθμίδ-ος, σκαμνί > skimpod, se < σκίμπους, -οδος, σκαντζόχοιρος > ehin, se < ἐχῖνος, σκάφη > kardop, se < κάρδοπ-ος, σκεπή > tege, se < τέγος, -εος, σκευωρία > skeuori, se, σκέφτομαι > analogid, eg < ἀναλογίζομαι.


σκέφτομαι > bouleu < βουλεύ-ομαι, σκέφτομαι > dialogid, eg < διαλογιδ-j-ομαι, σκέφτομαι, εξετάζω > skep, eg < σκέπ-τ-ομαι < σκοπέ-ω, σκέφτομαι, εξετάζω > skope, eg < σκοπέ-ω, σκοπός > skop, se, σκόρος > set, se, σκοτάδι > knefes, se < κνέφας, κνέφε-ος, σκοτάδι > skotes, se < σκότος < σκότεσ-ος, σκοτεινός > skotein, se, σκοτώνω > kten, eg < κτε-ί-ν-ω, σκουλήκι > eul, se < εὐλή, σκούπα > koretr, se < κόρηθρ-ον, σκουπίζω > parakore, eg < παρακορέ-ω, σκουριά > kibd, se < κίβδος, ἡ, σκούρος > fai, se < φαι-ός, σκυλάκι > skulak, se < σκύλαξ , -ακος, σκυλάκι, νεογνό ζώου > skumn, se < σκύμν-ος, σκύλος > kun, se < κύων < κυν-ός, σμίλη > glufan, se < γλύφανον, σοβαρός > sobar, se, σούβλα > opeat, se < ὄπεας, -ατος, σούπα > etnes, se < ἔτνος < ἔτνεσ-ος, σούπα > zomeumat, se < ζώμευμα, -ατος, σουτζούκι > fusk, se < φύσκη, ἡ, σόφισμα > sofismat, se< σοφίσματ-ος, σοφός, -ή, -ό > sof, se, σοφότατος > sofist, se < σοφώτατος, -η, -ον, σοφότερος > sofion, se < σοφώτερος, -α, -ον, σπάνιος > spani, se, σπάω τη σιωπή > spa se siop, eg, σπίρτο > purei, se < πυρεῖον, σπίτι > oik, se < οἶκ-ος, σπίτι > oikemat, se < οἰκήματ-ος.


σταγειρίτης > stageirit, se, σταγόνα, ψίχουλο > psakad, se < ψακάς , -άδος, στάδιο, 184, 87 μέτρα > stadi, se, στάμνα > stamni, se < σταμνί-ον, στάμνα > udri, se < ὑδρί-α, στάση > stase, se < ἵ-στα-μαι, σταφίδα > astafid, se < ἀσταφίδ-ος, στάχτη > spod, se < σποδ-ός, στέλνω > pemp, eg < πέμπ-ω, στέλνω και προσκαλώ > metapemp, eg < μεταπέμπομαι, στενότατη συνάρτηση > stenist sunartese, se, στερεώνω > enpedo, eg < ἐμπεδό-ω, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων > atimi, se, < ἀτιμία, στερώ τα πολιτικά δικαιώματα > atimo, eg < ἀτιμό-ω, στέφανος > stefan, se, στην πατρίδα > eis se oik < εἰς τὸν οἶκον, στο σπίτι, στην πατρίδα > in se oik, στοιχείο > stoihei, se < στοιχεῖ-ον, στοιχίζω > kostid, eg < κοστίδ-j-ω, στολίδι > psimut, se < ψιμύθι-ον, στόλος > stol, se < στόλ-ος, ὁ, στοργή > storg, se, ιστορία > istori, se, στραβός > strebl, se < στρεβλ-ός, στράτευμα > strateumat, se < στρατεύματ-ος, στρατιώτης > stratiot, se, στρατός > strat, se, στρώνω > store, eg < στορέν-νυμι, συγγένεια από αγχιστεία > kedesti, se < κηδεστία, συγγράφω > sungraf, eg, συγκίνηση > sunkinese, se < συγκίνησις < συγκινήσε-ως, συγνώμη > sungnome, se < συγγνώμη, συγχαρητήρια > sunhareteries, se, σύγχρονα >sunhrone < συγχρόνως < σύγχρον-ος, συγχωρώ > sunhore, eg < συγχωρέ-ω, σύζυγος > suneun, se < σύνευν-ος, συκώτι > epat, se < ἧπαρ < ἥπατ-ος, συλλαμβάνω > sunlab, eg < συν-λα-μ-β-άν-ω, σύλλογος > sunlog, se < σύλλογ-ος, σύμβαση > sunbase, se < σύμβασις, -εως, συμβατικά > sunbatike, συμβατικός > sunbatik, se.


συμβουλεύω > paraine, eg < παραινέ-ω, συμβούλιο > sunbouli, se, σύμμαχος > sunmah, se, συμμετέχω > sunmeteh, eg, συμπάθεια > sumpatei, se, συμφορά > sumfor, se < συμφορ-ᾶς, σύμφωνα με > kata < κατά, συμφωνώ > omologe, eg < ὁμολογέ-ω, συναγωνίζομαι > sunagonidor, eg, συνάδελφος > sunadelf, se, συνάχι > koruz, se < κόρυζ-α, συνδέομαι > sundeor, eg, συνδέω > zeug, eg < ζεύγνυμι, συνείδηση > suneidese, se < συνείδησις < συνειδήσε-ως, συνήγορος του δημοσίου > sundik, se < σύνδικος, συνήθης > sunetes, se < συνήθης < συνήθεσ-ος, συνηθίζω > etid, eg < ἐθίζω, συνήθως > sunete < < συνήθης, σύνθεση > suntes, se, συνθέτης > suntet, se, συνθέτω > sunte, eg < συν-τί-θη-μι, συνολικά > epipan < ἐπίπαν, συνομιλητής > sunomilet, se, συνομιλία > sunomili, se, συνομιλώ > dialegor, eg < διαλέγ-ομαι, συνομιλώ, διαλέγ-ομαι > sunomile, dialeg, συντρίβω > suntrib, eg. συντροφιά > suntrofi, se < συντροφία, σύντροφος > etair, se < ἑταῖρ-ος, σύρτης > zugotr, se < ζύγωθρ-ον, σύσκεψη > suskeps, se < σύσκεψις < -εως, συστολή > sustol, se, συχνά > tama < θαμά, σφάλμα > sfalmat, se, σχεδιάζω να βλάψω > epiboul, eg < ἐπιβουλεύω, σχέση > shese, se < σχέσε-ως, σχίζω > shid, eg, σώζω > soiz, eg < σῲζω, Σωκράτης > Sokrates, se < Σωκράτεσ-ος, σώμα > somat, se < σώματ-ος, σωστός, όρθός > ort, se < ὀρθός, σωτηρία > soteri, se, < σωτηρί-ας.


Τ


τακτοποιώ > dieutete, eg < διευθετέ-ω, τακτοποιώ > oikonome, eg <οἰκονομέ-ω, τάλαντο (60 μνες) > talant, se < τάλαντον, τάξη > takse, se < τάξις < τάξεως, τάξη, κόσμος > kosm, se < κόσμ-ου, ταξιδεύω με πλοίο > naustole, eg < ναυστολέ-ω, ταξίδι > taksid, se < ταξίδι-ον, ταξιδιώτης > odeut, se < ὀδευτ-ής, ὁ, ταπεινός > tapein, se, ταπεινώνω > tapeino, eg < ταπεινό-ω, ταράσσω > tarah, eg < ταραχ-j-ω, ταράτσα, δωμάτιο > domat, se < δώματ-ος, ταυτίζω > tautid, eg, τάχα, δήθεν, μόριο > taha < τάχα, τεκμήριο αμάθειας > tekmer of amati, se, τέλειος > telei, se, τελειώνω > tele, eg < τελέ-ω, τελικά > telike < τελικῶς, τέσσερις, -α > tessera, τέταρτος > tesseraik, se, τέτοιος > toio, toia, toion, τετράδιο > delt, se < δέλτος, τετράδιο > papur, se < πάπυρος, τζάμι > ual, se < ὕαλ-ος, τηρώ > tere, eg < τηρέ-ω, τι είδους > poio, poia, poion < ποῖος, τίγρη > tigre, se < τίγρε-ως, Τιθραύστης > Titraustes, se, τιμή > tim, se, τιμόνι > oiak, se < οἴαξ, > οἴακ-ος, ὁ, τιμώ > tima, eg < τιμά-ω, τιμωρούμαι > do, eg dikes < δίκην δίδωμι, τιμωρώ > lab, eg dik < δίκην λαμβάνω, τιμωρώ > timore, eg, τίποτα το υπερβολικό > uoton agan < μηδέν ἄγαν, τίς, τίς, τι > to, ta, ton, Τισσαφέρνης > Tissafernes, se < Τισσαφέρνεσ-ος, τίτλος > titl, se < ὁ τίτλος.


τόλμημα > tolmemat, se > τόλμημα < -ατος, τολμηρ-ός > tolmer, se, τονίζω > tonid, eg < τονίδ-j-ω, τοποθετώ > topote, eg < τόπο + τί-θη-μι, τόπος > top, se, τόσο > toson, τόσος > toso, tosa, toson, τότε > tote, τουαλέτα > afedron, se < ἀφεδρῶν-ος, τουαλέτα > kopron, se < κοπρών, τραπεζώνω > estia, eg < ἑστιά-ω > φιλοξενώ, τραυλός > batal, se < βάταλος, τραυματίζω > tro, eg > τι-τρώσ-κω, τραυμάτισα > trosa, eg > ἔ-τρω-σα, τραυματισμός > traumatism, se, τρελαίνομαι > man, eg < μαίν-ομαι < ἐ-μάν-ην, τρένο > amaksostoihi, se < ἁμαξοστοιχί-α, τρεῖς, τρία > tres, τρέφω άλογα > ippotrofe, eg < ἱπποτροφέ-ω, τρέχω > dram, eg < ἔδραμον, τριάκοντα > tresdeka, Τριάριος > Triarius, se, τριήρης > trieres, se < τριήρεσ-ος, τρίτος > tresik, se, τροπή, υποχώρηση > trop, se < τροπή, τροφή > bromat, se < βρῶμα < βρώματ-ος, τρυπώ > peir, eg < πείρω, τρυφερός > trufer, se, τρυφερότητα > truferotet, se < τρυφερότητ-ος, τρώω > bro, eg < βι-βρώ-σκ-ω, τσαλαπετεινός > epop, se < ἔποψ, τσάπα > dikell, se < δικέλλα, τσιγκούνης > glishr, se < γλίσχρος, τσίμπλα > glam, se < γλάμ-η, τσόφλι > lepur, se < λέπυρ-ον, τυραννίδα > turannid, se < τυραννίδ-ος, τώρα > nun < νῦν.


Υ


υγίανα > ugian, eg < ὑγιαίνω < ὑγίανα, υγιής > ugies, se < ὑγιέσ-ος > υγιής, υγρασία > noti, se < νοτί-α, ἡ, υνί > une, se < ὕνις, -εως, ὁ, υπάρχω > uparh, eg < ὑπάρχω, υπερέχω > upereh, eg < ὑπερέχ-ω, υπεροπλία > uperopli, se < ὑπεροπλί-α, υπεροψία > uperopsi, se < ὑπεροψί-α, υπερπηδάω > uperpeda, eg <ὑπερπηδά-ω, υπέρτερος > uperion, se < ὑπέρ + ion, υπηρέτης > oiket, se < οίκέτης, υπηρέτης > terapont, se < θεράπων, -οντος, υπηρέτρια > terapain, se < θεράπαινα, υπόγειο > katorug, se < κατῶρυξ στέγη, υπογραμμίζω > upogrammid, eg < ὑπογραμμίδ-j- ω, υπογράφω > upograf, eg < ὑπογράφ-ω, υποδεέστερος > upodeesion, se < ὑποδεέστερος, υποθέτω > upoteor, eg < ὑποτίθεμαι < ὑπό + τί-θη-μι, υπομένω > upomen, eg < ὑπομένω, υποπόδιο > φως > sfela, se < σφέλας, σφέλα-ος τὸ, υπόσπονδος > upospond, se < ὑπόσπονδ-ος, υπόσχομαι > epangel, eg < ἐπαγγέλλομαι, υπόσχομαι > uposh, eg < ὑπόσχ-ομαι, υπουργός > upourg, se < ὑπουργ-ός, υποφέρω > upofer, eg < ὑποφέρ-ω, υποφέρω από παλιά > alge palai, eg < ἀλγῶ πάλαι, υποφέρω ψυχικά > alge se pneumat, eg < ἀλγῶ τὸ πνεῦμα, υψηλού ηθικού επιπέδου > of upsel etik epiped, υψώνω > upso, eg < ὑψόω, υψώνω, σηκώνω > air, eg < αἴρω.


Φ


φαγκρί > fagr, se < φάγρος, φαγούρα > odagm, se < ὀδαγμ-ός, ὁ, φαίνομαι > fainor, eg, φάκα > ip, se < ἶπος, φακή > fak, se, φανατικός > fanatik, se φανερός > del, se < δῆλος, φανερός > faner, se, φάντασμα > mormolukei, se < μορμολύκειο, Φαρνάβαζος > Farnabazos, se, φασκομηλιά > sfak, se < σφάκος, ὁ, φασόλι > fasel, se < φάσηλ-ος, φάτνη > fatn, se, φαύλος > faul, se < φαῦλος, φεγγίτης > salamb, se < σαλάμβ-η, φέρνω > fer, eg < φέρ-ω, φέρομαι > feror, eg, φέρομαι (μέσο) > ferul, eg, φέρω διαρκῶς > ferin, eg, φεύγω > aperh, eg < ἀπέρχ-ομαι, φεύγω > feug, eg, φεύγω > oihom, eg < οἴχ-ομαι, φήμη > fem, se, φθάνω > ftan, eg < φθάν-ω, φθάνω > ik, eg < ἱκ-νέ-ομαι, φθινοπωρινός > metoporin, se < μετοπωριν-ός, φίλη > fila, se, φίλη, πόρνη > etaira, se < ἑταίρ-α, φιλία, φιλότητα > filotet, se < φιλότης < -ητος, Φίλιππος > Filippos, se, φιλοξενία > filokseni, se, φιλοξενώ > filoksene, eg < φιλοξενέ-ω, φίλος > fil, se.


φιλοσοφώ > filosofe, eg < φιλοσοφέ-ω, φιλοτιμία > filotimi, se, φιλότιμος > filotim, se, φιλόφρων > filofron, se < φιλόφρων, -ονος, φίλτρο > filtr, se < φίλτρ-ον, φλαμούρι > filur, se < φιλύρ-α, φλέγομαι > flegor, eg, φλόγα > flog, se < φλόξ < φλογ-ός, φλύαρος > flenaf, se < φλήναφ-ος, φλύαρος > fluar, se, φλυαρώ > lale, eg < λαλέ-ω, φλυαρώ > lere, eg < ληρέ-ω, φοβάμαι > doi, eg < δέδοικα, φοβερός > dein, se <δειν-ός, φοβερός > fober, se φοβίζω > fobe, eg < φοβέ-ω, φρέσκος > hlor, se < χλωρός, φρύδι > ofru, se < ὀφρύ-ος, φτερνίζομαι > ptarn, eg < πτάρνυμαι, φτερό, πούπουλο > ptil, se < πτίλον, φτυάρι > ptu, se < πτύον, φτώχια > endei, se < ἔνδεια, φύκι > fukes, se < φῦκος, τὸ, φυλακή > desmoteri, se < δεσμωτήρ-ιον, φύση > fuse, se < φύσις < φύσεως, φυσικά > fusike < φυσικ-ός, φυτίλι > truallid, se < θρυαλλίς, -ίδος, Φωκέας > Fokee, se, φωνάζω > epiboa, eg < ἐπιβοά-ομαι., φως > sela, se < σέλας, -αος, φωτιά > pur, se < πῦρ, πυρός, τὸ, φωτισμένος > fotismen, se < πεφώτισμαι.


Χ


χάιδεμα > topei, se < θωπεία, χαίρομαι > hair, eg < χαίρ-ω, χαμηλός > hamel, se, χαρά > har, se, χαρακτηρίζω > harakterid, eg, χαρακτηριστικός > harakteristik, se, χαριτωμένος > harient, se < χαρίεις, -εντος, χειμώνας > heimon, se < χειμῶν-ος, χθές > htes < χθές, prohtes, aurion, metaurion, χιόνι > hion, se < χιών, -όνος, χιτώνας > hiton, se < χιτών, χορεύ-ω > horeu, eg, χορός > orhese, se < ὄρχησις, -εως, χρήματα > arguri, se < ἀργύριον, χρησιμοποιώ > hre, eg < χρή-ομαι, χρονικός > hronik, se < χρόν + ik, χρόνος > hron, se, χτεσινός > htiz, se < χθιζός, χύμα > huden < χύδην, χύτρα > hutr, se, χωλ > turon, se < θυρών, -ῶνος, χώμα > homat, se < χώματ-ος, χώρα > hor, se, χώρα, χορός, χῶρος > hor, se, χωριό > kom, se < κώμ-η, ἡ, χωρίς > aneu < ἄνευ, χωρίς αμφιβολία > aneu amfiboli.


Ψ


ψάθα > psiat, se < ψίαθ-ος >, ψαλίδι > psalid, se < ψαλίς , -ίδος, ψαράς > alie, se < ἁλιέ-ως, ψείρα > fteir, se < φθείρ, -ός, ψεύδομαι > pseudor, eg, ψεύτικος > plast, se < πλαστ-οῦ, ψηλός > upsel, se < ὑψηλ-ός, ψηλά > upsele < ὑψηλῶς, < ὑψηλός, ψήνομαι από έρωτα > katasmuh, eg < κατασμύχ-ω, ψήνω > eps, eg < ἔψω, ψήνω στα κάρβουνα > opta, eg < ὀπτά-ω, ψητός > epset, se < ἐψητ-ός, ψυγείο > psukter, se < ψυγεῖον, ψύλλος > psull, se, ψύξη > psukse, se < ψῦξις < ψύξε-ως, ψυχαναλυτική θεωρία > psuhanalutik teori, se, ψυχή > psuh, se, ψυχίατρος > psuhiatr, se, ψύχος > psuh, se < ψῦχ-ος <ψύχεσ-ος, ψώνια > onies, se < ὤνια.


Ω


ωθώ > ote, eg > ὠθέ-ω, ωραίος > kal, se < καλ-ός, ώριμος > orim, se < ὥριμος, ώστε > oste, oste u < ὥστε, ωφέλεια > ofeli, se < ὠφελί-α, ωφέλιμος > lusiteles, se < λυσιτελής, -έσος.




ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ Νεοϊνδοευρωπαϊκή Μάθημα 16