Μετάβαση στο περιεχόμενο

Συγκριτική διδασκαλία των κλασικών γλωσσών Μάθημα 6 ΣυνέχειαΑ

Από Βικιεπιστήμιο

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΜΑΘΗΜΑ 6 ΣυνέχειαΑ


(Με βάση το σχετικό δικό μας βιβλίο (των Ιωαννίδη Κ. & Ιωαννίδου Αικ.) του 2007)


ΜΑΘΗΜΑ 6. Τα ουσιαστικά θηλυκού γένους.


6.2. Κείμενα. Ανάλυσε και μετάφρασε τα κείμενα.


6.2.1. Ξενοφώντα, Κύρου ανάβαση, 3, 5, 14-17.


Οἱ δὲ ἔλεγον ὅτι τὰ πρὸς μεσημβρίαν ἐπὶ Βαβυλῶνα εἴη καὶ Μηδίαν, δι’ ἧσπερ ἥκοιεν, ἡ δὲ πρὸς ἕω ἐπὶ Σοῦσά τε καὶ Ἐκβάτανα φέροι, ἔνθα θερίζειν λέγεται βασιλεύς, ἡ δὲ διαβάντι τὸν ποταμὸν πρὸς ἑσπέραν ἐπὶ Λυδίαν καὶ Ἰωνίαν φέροι, ἡ δὲ διὰ τῶν ὀρέων καὶ πρὸς ἄρκτον τετραμμένη ὅτι εἰς Καρδούχους ἄγοι. Τούτους δ’ ἔφασαν οἰκεῖν ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ πολεμικοὺς εἶναι καὶ βασιλέως οὐκ ἀκούειν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαλεῖν ποτε εἰς αὐτοὺς βασιλικὴν στρατιὰν δώδεκα μυριάδας. Τούτων δ’ οὐδένα (ἔλεγον) ἀπονοστῆσαι διὰ τὴν δυσχωρίαν. Ἀκούσαντες ταῦτα οἱ στρατηγοὶ ἐκάθισαν χωρὶς τοὺς ἑκασταχόσε φάσκοντας εἰδέναι, οὐδὲν δῆλον ποιήσαντες ὅποι πορεύεσθαι ἔμελλον. Ἐδόκει δὲ τοῖς στρατηγοῖς ἀναγκαῖον εἶναι διὰ τῶν ὀρέων εἰς Καρδούχους ἐμβαλεῖν. Τούτους γὰρ διελθόντας ἔφασαν ἥξειν εἰς Αρμενίαν, χώραν μεγάλην καὶ εὐδαίμονα, ἧς ἦρχεν Ὀρόντας.


Λεξιλόγιο-σχόλια:


ἔλεγον: ρήμα της κύριας πρότασης με αντικείμενο την ειδική πρόταση, λέγω, ἔλεγον, λέξω και ἐρῶ, ἔλεξα και εἶπα και εἶπον, εἴρηκα, εἰρήκειν, διαβάζω, συλλέγω, ομόρριζα, λέξις, λόγος, λεκτικός, σύλλογος, lego, le’ctio, συντάξεις, λέγω τι, λέγω τινί τι, λέγω περί τινος, ὑπέρ τινος, κατά τινος, πρός τινα, εἴς τινα, λέγω + αιτιατική + πρόταση, λέγω τινά τι, λέγω + πρόταση, λέγω + αιτιατική ή δοτική + απαρέμφατο, περιφράσεις, εὖ, καλῶς, ὀρθῶς, κακῶς λέγω τινά, ἔφη λέγων, λέγων εἶπεν, τὸ λεγόμενον, οἱ λέγοντες (ρήτορες), τὰ πρὸς μεσημβρίαν: υποκείμενο στο εἴη, ευκτική του πλάγιου λόγου, λόγω της εξάρτησης από ρήμα ιστορικού χρόνου, το ἔλεγον, μεσημβρία, μεσημέρι, ἡ πρὸς μεσημβρίαν ὁδός, η οδός προς το νότο, ἐπὶ Βαβυλῶνα, ἐπί Μηδίαν: εμπρόθετοι προσδιορισμοί της κατεύθυνσης.


ἥκοιεν: ρήμα της δευτερεύουσας αναφορικής πρότασης, ευκτική πλάγιου λόγου, ἥκω, ἧκον, ἥξω, ἔχω ἔλθει, δι’ ἧσπερ: εμπρόθετος προσδιορισμός της διά τόπου κίνησης, ἡ δὲ πρὸς ἕω: η οδός προς ανατολάς, υποκείμενο στο φέροι, ευκτική του πλάγιου λόγου, ἡ ἕως τῆς ἕω, η ανατολή, πρὸς ἕω, εμπρόθετος προσδιορισμός κατεύθυνσης, λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός διότι είναι έναρθρος, ἐπὶ Σοῦσά τε καὶ [[Ἐκβάτανα]: εμπρόθετοι προσδιορισμοί κατεύθυνσης, λέγεται: ρήμα της δευτερεύουσας αναφορικής πρότασης, βασιλεύς, υποκείμενο, θερίζειν, αντικείμενο, ειδικό απαρέμφατο, θερίζω (περνώ το καλοκαίρι), ἡ δὲ διαβάντι τὸν ποταμὸν ὁδός: η οδός αφού περάσει κανείς τον ποταμό, υποκείμενο στο δεύτερο φέροι, διαβάντι χρονική μετοχή, τὸν ποταμὸν, αντικείμενο της μετοχής διαβάντι, διαβαίνω, διέβαινον, διαβήσομαι, διέβην, διαβέβηκα, διεβεβήκειν, ίδιο θέμα με το λατινικό venio, ομόρριζα, διάβασις, διαβατός, adve’ntus, -us, m, eve’ntus, -us, m, ἡ δὲ διὰ τῶν ὀρέων καὶ πρὸς ἄρκτον τετραμμένη: υποκείμενο στο ἄγοι (οδηγεί), ευκτική του πλάγιου λόγου, λόγω της εξάρτησης από ρήμα ιστορικού χρόνου, το ἔλεγον, η διά μέσου των βουνών και προς το βορρά στραμμένη οδός, τὸ ὄρος, τοῦ ὄρους, τῶν ὀρέων, ἡ ἄρκτος (η αρκούδα, ο βορράς), ἄγοι: ρήμα της ειδικής πρότασης, ἄγω, οδηγώ, ἄγω, ἦγον, ἄξω, ἤγαγον, ἀγήοχα, ἀγηόχειν, ίδιο θέμα με το λατινικό ago, κάνω, οδηγώ, ομόρριζα, ἀγωγή, ἀγωγός, actor, a’ctio.


ἔφασαν: ρήμα της κύριας πρότασης, φημί, ἔφην, φήσω, ἔφησα, εἴρηκα, εἰρήκειν, ομόρριζα, φάση, φήμη, προφήτης, φωνή, άφατος, for, οἰκεῖν, εἶναι, ἀκούειν, ἐμβαλεῖν: αντικείμενα στο ἔφασαν, ειδικά απαρέμφατα, οἰκῶ, ᾤκουν, οἰκήσω, ᾢκησα, ᾢκηκα, ᾠκήκειν, κατοικώ, ζω, ἀκούω, ἤκουον, ἀκούσομαι, ἤκουσα, ἀκήκοα, ἠκηκόειν, ομόρριζα, ακοή, υπάκουος, άκουσμα, υπήκοος, ακουστός, συντάξεις, ἀκούω τινός τι (αυτηκοΐα), ἀκούω ἀπό τινος, ἔκ τινος, παρά τινος, ἀκούω + αιτιατική + κατηγορηματική μετοχή (ακούω από άλλους να λένε), ἀκούω + ειδική πρόταση, ἀκούω + αιτιατική και απαρέμφατο, περιφράσεις, εὖ, καλῶς, κακῶς ἀκούω ὑπό τινος, τούτους (οι Καρδούχοι): υποκείμενο στα ἔφασαν, εἶναι, ἀκούειν, στρατιάν, υποκείμενο στο ἐμβαλεῖν, ομόρριζα, έμβολο, έμβλημα, βέλος, βόλος, βολή, βολίδα, πολεμικούς: κατηγορούμενο στο τούτους, λόγω του συνδετικού ρήματος εἶναι, βασιλέως: αντικείμενο στο ἀκούειν, επί αυτηκοΐας, ἀκούω τινός, εδώ με τη σημασία του υπακούω, δώδεκα μυριάδας: εκατόν είκοσι χιλιάδες, μύριοι, μυριάς, δέκα χιλιάδες, βασιλικήν: του μεγάλου βασιλιά, του βασιλιά των Περσών, επιθετικός προσδιορισμός, ἀνὰ τὰ ὄρη, εἰς αὐτούς: εμπρόθετοι προσδιορισμοί που δηλώνουν τόπο και εχθρική διάθεση.


ἀπονοστῆσαι: αντικείμενο στο ἔλεγον, ειδικό απαρέμφατο, ἀπονοστέω, επιστρέφω στην πατρίδα, ομόρριζα, νόστος, νόστιμον ἦμαρ, (ἡμέρα επιστροφής στην πατρίδα), οὐδένα: υποκείμενο στο ἀπονοστῆσαι, οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, αόριστη αντωνυμία, τούτων (από τους μυρίους): γενική διαιρετική, οὗτος, αὕτη, τοῦτο, δεικτική αντωνυμία, διὰ τὴν δυσχωρίαν: εμπρόθετος προσδιορισμός της αιτίας, εξαιτίας του ανώμαλου εδάφους, ἐκάθισαν: ρήμα της κύριας πρότασης, καθίζω, βάζω να καθίσουν, χωρίς, χωριστά, ἀκούσαντες: χρονική μετοχή, αφού άκουσαν, οἱ στρατηγοί, υποκείμενο της μετοχής και του ἐκάθισαν, ταῦτα: αντικείμενο στη μετοχή, τοῦτο, τούτου, τούτῳ, τοῦτο, ταῦτα, τούτων, τούτοις, ταῦτα, δεικτική αντωνυμία, φάσκοντας: επιθετική μετοχή γιατί είναι έναρθρη, φημί, φάσκων, φάσκουσα, φάσκον, εκείνους που ισχυρίζονταν, εἰδέναι: αντικείμενο στο φάσκοντας, ειδικό απαρέμφατο, ότι γνωρίζουν, οἶδα, ᾔδειν, εἴσομαι και εἰδήσω, ομόρριζα, ἵστωρ, ιστορία, ειδήμων, είδηση, ἑκασταχόσε: προς κάθε τόπο, επιρρηματικός προσδιορισμός κατεύθυνσης, ἑκασταχοῦ, ποιήσαντες: τροπική μετοχή, χωρίς να κάνουν, οὐδέν: σύστοιχο αντικείμενο, δῆλον: φανερό, κατηγορούμενο, ἔμελλον:ρήμα της πλάγιας ερώτησης, σκόπευαν, επρόκειτο, μέλλω, ἔμελλον, μελλήσω, ἐμέλλησα, πορεύεσθαι: αντικ. στο ἔμελλον, τελικό απαρέμφατο, να προχωρήσουν, ὅποι: επιρρ. προσδ.


ἐδόκει: ρήμα, φάνηκε καλό, αποφάσισαν, απρόσωπο ρήμα, τοῖς στρατηγοῖς: δοτική προσωπική, ομόρριζα, δόξα, δόγμα, αδόκητος, δόκιμος, δοκιμάζω δοκιμή, άδοξος, do’c-eo, ἀναγκαῖον εἶναι: απρόσωπη έκφραση, υποκείμενο στο ἐδόκει, ἐμβαλεῖν: υποκείμενο στο απρόσωπο απαρέμφατο ἀναγκαῖον εἶναι, να εισβάλουν, διὰ τῶν ὀρέων, εἰς Καρδούχους: εμπρόθετοι προσδιορισμοί τόπου, δια μέσου κίνηση και κατεύθυνση, ἔφασαν: ρήμα της κύριας πρότασης, διελθόντας: υποθετική μετοχή, τούτους: αντικείμενο της μετοχής, ἥξειν: αντικείμενο στο ἔφασαν, ειδικό απαρέμφατο, ότι θα φθάσουν, εἰς Ἀρμενίαν: εμπρόθετος προσδιορισμός τόπου, χώραν: παράθεση, μεγάλην και εὐδαίμονα: επιθετικοί προσδιορισμοί, ἦρχεν: ρήμα της δευτερεύουσας αναφορικής πρότασης, ἧς: αντικείμενο, στην οποία.



6.2.2. Από το παλιό σχολικό αναγνωστικό της λατινικής γλώσσας, 15.


Germa’nia Germano’rum pa’tria olim terra a’spera fuit cum multis flu’viis, magnis silvis, latis agris et campis. O’ppida anti’quis Germa’nis de’erant; in vicis aut in agris habita’bant aut intra silvas domici’lia colloca’verant. Aedifi’cia li’gnea et pleru’mque parva erant; orname’ntum aedifi’ciis de’erat. Et viri et fe’minae magna figu’ra erant; o’culi erant caeru’lei, capi’lli ru’tili. Viris iucu’ndum erat proe’liis et bellis intere’sse, quod glo’riae cu’pidi erant et peri’cula ama’bant. Hone’stum erat multos adversa’rios necavi’sse. Multum etiam in silvis erant, ut ursos, lupos, apros alia’sque be’stias neca’rent. Viri qui auda’cia clari et belli peri’ti erant co’piis prae’erant.


Λεξιλόγιο-σχόλια:


fuit: ρήμα, υπήρξε, fui, fui’sti, fuit, fu’imus, fui’stis, fue’runt και fue’re, sum, fui, esse, υποτακτική παρακειμένου, fu’erim, fu’eris, fu’erit, fue’rimus, fue’ritis, fu’erint, υποτακτική υπερσυντελίκου, fui’ssem, fui’sses, fui’sset, fuisse’mus, fuisse’tis, fui’ssent, pa’tria: κατηγορούμενο, πατρίδα, ίδιο θέμα με την ελληνική λέξη πατρίς, terra: παράθεση, χώρα, γη, terra, -ae, f, cum: με, πρόθεση συντασσόμενη με αφαιρετική, a’spera, multis, magnis, latis: επιθετικοί προσδιορισμοί, asper, a’spera, a’sperum, σκληρός, τραχύς, multus, -a, -um, πολύς, magnus, -a, -um, μεγάλος, latus, -a, -um, πλατύς, ευρύς, οlim: επιρρηματικός προσδιορισμός χρόνου, κάποτε, cum flu’viis, silvis, agris et campis: εμπρόθετοι προσδιορισμοί, flu’vius, -i, m, ποταμός, silva, -ae, f, δάσος, ager, agri, m, αγρός, χωράφι, ίδιο θέμα με το ελληνικό ἀγρός, campus, -i, m, πεδιάδα, ίδιο θέμα με το ελληνικό κάμπος.


deerant: ρήμα, desum, de’fui, dee’sse, απουσιάζω, o’ppida: υποκείμενο, πόλεις, Germa’nis: δοτική προσωπική κτητική, anti’quis: επιθετικός προσδιορισμός, στους αρχαίους, habita’bant, colloca’verant: ρήματα, ha’bito, -a’vi, -a’tum, -a’re, κατοικώ, co’lloco, τοποθετώ, domici’lia: αντικείμενο, domici’lium, -i, σπίτι, κατοικία, διεύθυνση κατοικίας, ομόρριζα, domus, do’minus, do’mina, domina’tor, domina’trix, δώμα, δωμάτιο, δόμος, aut: ή, είτε, διαζευκτικός σύνδεσμος, in vicis, in agris, intra silvas: εμπρόθετοι προσδιορισμοί τόπου, vicus, -i, m, χωριό, erant: ρήμα, aedifi’cia: υποκείμενο, οικοδομήματα, aedifi’cium, -i, n, eram, eras, erat …, parva, li’gnea: κατηγορούμενα, parvus, -a, -um, μικρός, li’gneus, -a, -um, ξύλινος. Το li’gneus δεν έχει παραθετικά γιατί είναι επίθετο που δηλώνει ύλη. Το ίδιο γίνεται και με τα επίθετα που δηλώνουν μία ιδιότητα σε απόλυτο βαθμό, όπως νεκρός, -ά, -όν, intra: μέσα, εις, πρόθεση συντασσόμενη με αιτιατική, plerum’que: επιρρηματικός προσδιορισμός, ως επί το πλείστον.


de’erat: ρήμα, orname’ntum: υποκείμενο, orname’ntum, -i, n, στολίδι, διάκοσμος, aedifi’ciis: δοτική προσωπική κτητική, αν και δε δηλώνει πρόσωπο το ουσιαστικό, ανάλογη σύνταξη με την αντίστοιχη σύνταξη της αρχαίας ελληνικής ἔστι μοι χρήματα, erant: ρήμα, viri et fe’minae: υποκείμενα, figu’ra: μορφή, αφαιρετική της ιδιότητας, magna: επιθετικός προσδιορισμός, o’culi, capi’lli: υποκείμενα, o’culus, -i, m, μάτι, οφθαλμός, capi’llus, -i, m, τρίχα, μαλλιά, caeru’lei, ru’tili: κατηγορούμενα, caeru’leus, -a, -um, γαλάζιος, ru’tilus, -a, -um, ξανθός, iucu’ndum erat: απρόσωπη έκφραση, ήταν ευχάριστο, intere’sse: υποκείμενο απαρέμφατο, παρευρίσκομαι, ανάλογη σύνταξη με την αντίστοιχη σύνταξη της αρχαίας ελληνικής, proe’liis, bellis: αντικείμενα σε δοτική, σε μάχες, σε πολέμους, erant, ama’bant: ρήματα των δύο αιτιολογικών προτάσεων, cu’pidi: κατηγορούμενο, επιθυμούντες, cu’pidus, cupi’dior, cupidi’ssimus, glo’riae, peri’cula: αντικείμενα, gloria, -ae, f, η δόξα, peri’culum, -i, n, ο κίνδυνος.


hone’stum erat : απρόσωπη έκφραση, ήταν έντιμο, hone’stus, -a, -um, έντιμος, necavi’sse: υποκείμενο, απαρέμφατο, adversa’rios: αντικείμενο, adversa’rius, -i, m, εχθρός, multum, etiam: επιρρηματικοί προσδιορισμοί, πολύ, ακόμη, multum, plus, plu’rimum, neca’rent: ρήμα της τελικής πρότασης, σε υποτακτική, neca’rem, -es, -et, -e’mus, -e’tis, ut: τελικός σύνδεσμος, για να, lupos, apros, be’stias: αντικείμενα, lupus, -i, m, lupa, -ae, f, λύκος, λύκαινα, aper, apri, m, αγριογούρουνο, bestia, -ae, f, θηρίο, alia’sque: a’lias que, επιθετικός προσδιορισμός, και άλλα, a’lius, a’lia, a’liud, erant, prae’erant: ρήματα, qui: υποκείμενο της αναφορικής πρότασης, οι οποίοι, qui, quae, quod, viri: υποκείμενο στο prae’erant, προΐσταντο, vir, viri, άνδρας, co’piis: αντικείμενο στο prae’erant, σε δοτική, στις στρατιωτικές δυνάμεις, clari et peri’ti: κατηγορούμενα, clarus, -a, -um, ένδοξος, peri’tus, -a, -um, έμπειρος, auda’cia: αφαιρετική της αιτίας, εξαιτίας της τόλμης, του θάρρους.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ Συγκριτική διδασκαλία των κλασικών γλωσσών Μάθημα 6 ΣυνέχειαΒ