Μετάβαση στο περιεχόμενο

Συγκριτική διδασκαλία των κλασικών γλωσσών Μάθημα 7 ΣυνέχειαΑ

Από Βικιεπιστήμιο

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΜΑΘΗΜΑ 7 ΣυνέχειαΑ


(Με βάση το σχετικό δικό μας βιβλίο (των Ιωαννίδη Κ. & Ιωαννίδου Αικ.) του 2007)


Μάθημα 7. Το ρήμα. Ομαλά ρήματα. Αόριστος και συντελικοί χρόνοι της οριστικής ενεργητικής φωνής.


7.2. Κείμενα. Ανάλυσε και μετάφρασε τα παρακάτω κείμενα.


7.2.1. Ξενοφώντα, Ελληνικά, 6, 4, 19-22.


Οἱ δὲ Θηβαῖοι εὐθὺς μὲν μετὰ τὴν μάχην ἔπεμψαν εἰς Ἀθήνας ἄγγελον ἐστεφανωμένον καὶ ἅμα μὲν τῆς νίκης τὸ μέγεθος ἔφραζον, ἅμα δὲ βοηθεῖν ἐκέλευον, λέγοντες ὡς νῦν ἐξείη Λακεδαιμονίους πάντων ὧν ἐπεποιήκεσαν αὐτοὺς τιμωρήσασθαι. Τῶν δὲ Ἀθηναίων ἡ βουλὴ ἐτύγχανεν ἐν ἀκροπόλει καθημένη. Ἐπεὶ δ’ ἤκουσαν τὸ γεγενημένον, ὅτι μὲν σφόδρα ἠνιάθησαν πᾶσιν δῆλον ἐγένετο. Οὔτε γὰρ ἐπὶ ξένια τὸν κήρυκα ἐκάλεσαν, περί τε τῆς βοηθείας οὐδὲν ἀπεκρίναντο. Καὶ Ἀθήνηθεν μὲν οὕτως ἀπῆλθεν ὁ κῆρυξ. Πρὸς μέντοι Ἰάσονα, σύμμαχον ὄντα, ἔπεμπον σπουδῇ οἱ Θηβαῖοι, κελεύοντες βοηθεῖν, διαλογιζόμενοι πῇ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο. Ὁ δ’ εὐθὺς τριήρεις μὲν ἐπλήρου, ὡς βοηθήσων κατὰ θάλατταν, συλλαβὼν δὲ τό τε ξενικὸν καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν ἱππέας, καίπερ ἀκηρύκτῳ πολέμῳ τῶν Φωκέων χρωμένων, πεζῇ διεπορεύθη εἰς τὴν Βοιωτίαν, ἐν πολλαῖς τῶν πόλεων πρότερον ὀφθεὶς ἤ ἀγγελθεὶς ὅτι πορεύοιτο.



Λεξιλόγιο-σχόλια:


ἔπεμψαν: έστειλαν, ρήμα της κύριας πρότασης, πέμπω, ἔπεμπον, πέμψω, ἔπεμψα, πέπομφα, ἐπεπόμφειν, ομόρριζα, πομπή, πομπός, διαπομπεύω, παραπεμπτικό, συντάξεις, πέμπω τινά ή τι, πέμπω τινά+ αιτιατική τόπου, πέμπω τινά Θήβας, πέμπω + εἰς + γενική, πέμπω εἰς διδασκάλου, πέμπω ἐπί τινι, πρός τινα, εἴς τινα, περί τινος, παρά τινα, πέμπω + επίρρημα, πέμπω οἴκαδε, ἄγγελον: αγγελιοφόρο, αντικείμενο στο ἔπεμψαν, ἐστεφανωμένον: στεφανωμένο, επιθετική μετοχή, στεφανόομαι, στεφανοῦμαι, ἐστεφανούμην, στεφανώσομαι, ἐστεφανωσάμην, ἐστεφάνωμαι, ἐστεφανώμην, στεφανωθήσομαι, ἐστεφανώθην, ομόρριζα, στέφανος, στεφάνωμα, στεφάνωσις. ἅμα μὲν … ἅμα δέ: από τη μια ... από την άλλη, ἀφ’ ενός ... αφ’ ετέρου, ἔφραζον: ἔλεγαν, εξηγούσαν, ρήμα της κύριας πρότασης, φράζω, ἔφραζον, φράσω, ἔφρασα, πέφρακα, ἐπεφράκειν, ομόρριζα, φράση, εὐφραδῶς, μετάφραση, φραστικός, έκφραση, τῆς νίκης: γενική κτητική, ἐκέλευον: προέτρεπαν, παρακαλούσαν, ρήμα της κύριας πρότασης, κελεύω, ἐκέλευον, κελεύσω, ἐκέλευσα, κεκέλευκα, ἐκεκελεύκειν, ομόρριζα, κελευστής, κέλευσμα, βοηθεῖν: να βοηθήσουν, αντικείμενο, τελικό απαρέμφατο, συντάξεις, βοηθῶ τινι, βοηθῶ τινί τι, βοηθῶ τινι πρός τινα, κατά τινος, ἐπί τινα, περιφράσεις, βοηθεῖ πρός τι (συντελεί), βεβοήθηται (έχει δοθεί βοήθεια) λέγοντες: λέγοντας, τροπική μετοχή με αντικείμενο την ειδική πρόταση που ακολουθεί, που εκφέρεται με ευκτική του πλάγιου λόγου, διότι εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου, δηλαδή τη μετοχή λέγοντες που εξαρτάται από το ἐκέλευον και γι’ αυτό θεωρείται ρήμα ιστορικού χρόνου, ἐξείη: ήταν δυνατόν, μπορούσαν, απρόσωπο ρήμα της ειδικής πρότασης, ἔξεστι, ἐξῆν, ἐξέσεται και ἐξέσται, θέλει υποκείμενο απαρέμφατο, τιμωρήσασθαι: να τιμωρήσουν, να εκδικηθούν, υποκείμενο στο απρόσωπο ἐξείη, τιμωροῦμαι, ἐτιμωρούμην, τιμωρήσομαι, ἐτιμωρησάμην, τετιμώρημαι, ἐτετιμωρήμην, ομόρριζα, τιμωρία, τιμωρός, τιμώρημα, τιμώρησις, αὐτούς: υποκείμενο στο απαρέμφατο, Λακεδαιμονίους: αντικείμενο, ἐπεποιήκεσαν: είχαν κάνει, ρήμα της αναφορικής πρότασης, πάντων: για όλα, γενική της αιτίας, ὧν: έλξη αναφορικού, ἅ ἐπεποιήκεσαν, το ἅ έλκεται από το πάντων και μπαίνει στην πτώση του.


ἐτύγχανε καθημένη: ρηματική έκφραση της κύριας πρότασης, έτυχε να συνεδριάζει, τυχαία συνεδρίαζε, καθημένη: κατηγορηματική μετοχή λόγω του ἐτύγχανε, ή μετοχή μεταφράζεται με ρήμα και το ρήμα με επίρρημα, τυγχάνω, ἐτύγχανον, τεύξομαι, ἔτυχον, τετύχηκα, ἐτετυχήκειν, ομόρριζα, τύχη, ευτυχής, άτυχος, επίτευξη, συνέντευξη, Ἀθηναίων: γενική κτητική, ἐν ἀκροπόλει: στην Ακρόπολη, εμπρόθετος προσδιορισμός τόπου, δῆλον ἐγένετο: απρόσωπη έκφραση, έγινε φανερό, υποκείμενο η ειδική πρόταση, πᾶσι: δοτική προσωπική, σε όλους, σφόδρα: πολύ, επιρρηματικός προσδιορισμός ποσού, ἠνιάθησαν: λυπήθηκαν, ἀνιῶμαι, ἠνιώμην, ἀνιάσομαι, ἠνιάθην, ἠνίημαι, ἠνιήμην, ἐπεί: όταν, αφού, χρονικός σύνδεσμος, ἤκουσαν: ρήμα της χρονικής πρότασης, γεγενημένον: επιθετική μετοχή, εκείνο που είχε γίνει, το συμβάν, γίγνομαι, ομόρριζα, γένεσις, γένος, ευγενής, γηγενής, γενέθλιος, γόνος, γονεύς, ἔγγονος, γενέτης, γενιά, gigno.


ἐκάλεσαν, ἀπεκρίναντο: ρήματα των κύριων προτάσεων, κήρυκα: αντικείμενο, οὐδέν: σύστοιχο αντικείμενο, ἐπὶ ξένια: για να τον φιλοξενήσουν, εμπρόθετος προσδιορισμός του σκοπού, περὶ τῆς βοηθείας: για τη βοήθεια, εμπρόθετος προσδιορισμός της αναφοράς, ἀπῆλθεν: έφυγε, ρήμα της πρότασης, Ἀθήνηθεν: από την Αθήνα, οὕτως: έτσι, ἔπεμπον: ρήμα της κύριας πρότασης, σπουδῇ: βιαστικά, επιρρηματικος προσδιορισμός τρόπου, πρὸς Ἰάσονα: προς τον Ιάσονα, εμπρόθετος προσδιορισμός κατεύθυνσης, ὄντα, κελεύοντες, διαλογιζόμενοι: συνημμένες επιθετική και τροπικές μετοχές, σύμμαχον: κατηγορούμενο, βοηθεῖν: αντικείμενο στο κελεύοντες, πῇ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο: πλάγια ερώτηση, πώς θα εξελιχθεί, ἀποβαίνω, ἀπέβαινον, ἀποβήσομαι, ἀπέβην, ἀποβέβηκα, ἀπεβεβήκειν, ομόρριζα, βάση, βῆμα, βαθμός, βάθρο, βακτηρία, βάδην, βωμός, βέβηλος, βατήρ, ve’nio, eve’nio, adve’ntus, inve’ntum.


ἐπλήρου: γέμιζε, εξόπλιζε, πληρῶ, ἐπλήρουν, πληρώσω, ἐπλήρωσα, πεπλήρωκα, ἐπεπληρώκειν, ομόρριζα, πλήρης , πλήρωμα, πληρωτής, ἀπλήρωτος, πληρωμή, plenus, plene, i’mpleo, re’pleo, plerum, pleru’mque, ὡς βοηθήσων: τελική μετοχή, για να βοηθήσει, καίπερ χρωμένων: εναντιωματική μετοχή, αν και χρησιμοποιούσαν, πολεμούσαν, συλλαβών: χρονική μετοχή, αφού έλαβε μαζί, συγκέντρωσε, τῶν Φωκέων: υποκείμενο στο χρωμένων, πολέμῳ: αντικείμενο στο χρωμένων, ἀκηρύκτῳ: επιθετικός προσδιορισμός. Η τελική μετοχή συνοδεύεται με το μόριο ὡς, γιατί το ρήμα εξάρτησης δεν είναι κίνησης σημαντικό, ξενικόν: μισθοφορικό, αντικείμενο στο συλλαβών, όπως και το τοὺς περὶ αὐτὸν ἱππέας, διεπορεύθη: ρήμα της κύριας πρότασης, πέρασε, πεζῇ: πεζός, διά της ξηράς, ὀφθείς ἤ ἀγγελθείς: χρονικές μετοχές, αφού τον είδαν, παρά αφού είχε αναγγελθεί, ὁρῶμαι, ἑωρώμην, ὀφθήσομαι, εἰδόμην, ὤφθην, ἑόραμαι, ἑωράμην, ομόρριζα, όραμα, ορατός, αυτόπτης, επόπτης, είδος, είδωλο, ειδύλλιο, όμμα, οφθαλμός, όψη, οπή, vi’deo, provi’deo, vi’sio, vide’licet, viso, visum, visus, -us, visus, -a, -um, o’culus, ὅτι πορεύοιτο: ότι προχωρούσε, βρισκόταν σε πορεία, ειδική πρόταση.



7.2.2. Από το παλιό σχολικό αναγνωστικό της λατινικής γλώσσας, 22.


Equus li’gneus non diu la’tuit, sed Troia’nis mirum aspe’ctum prae’buit et ini’tio cunctos perte’rruit. Multis viris multi’sque fe’minis pla’cuit ex o’ppido in campum festina’re, ut equum specta’rent. A’lii effi’giem equi time’bant et sile’bant, a’lii suos admone’bant, ut simula’crum in o’ppido colloca’rent. Tum Lao’coon, mini’ster deo’rum, cum fi’liis advola’vit et Troia’nos admo’nuit ut equum dele’rent. “Ti’meo” inquit “ne pa’triae nostrae ab equo Graeco’rum peri’culum immi’neat. Verbis meis fidem habe’te: equus nostris di’splicet. De pa’tria nostra bene mere’bitis, si equum dele’bitis. Sed si equum conservave’ritis, dole’bitis et multae fe’minae inte’ritum viro’rum et filio’rum defle’bunt”.


Λεξιλόγιο-σχόλια:


la’tuit, prae’buit, perte’rruit: κρύφθηκε, παρείχε, παρέσχε, κατατρόμαξε, la’teo, la’tui, late’re, prae’beo, prae’bui, prae’bitum, praebe’re, perte’rreo, perte’rrui, perte’rritum, perterre’re, ρήματα των τριών κύριων προτάσεων, la’teo, λανθάνω, ομόρριζα, late’nter, latebro’sus, la’tebra (μυχός, φωλιά), latebri’cola, λα-ν-θ-άν-ω, ἔ-λαθ-ον, equus, -i: ίππος, άλογο, υποκείμενο, li’gneus: ξύλινος, επιθετικός προσδιορισμός, diu: για πολύ χρόνο, επιρρηματικός προσδιορισμός χρόνου. aspe’ctus, -us, m: θέα, αντικείμενο, cunctos: όλους, αντικείμενο, cunctus, -a, -um, Troia’nis: στους Τρώες, έμμεσο αντικείμενο, mirum: θαυμαστό, παράξενο, mirus, -a, -um, ini’tio: στην αρχή, επιρρηματικός προσδιορισμός χρόνου, ini’tium, -i, n.


pla’cuit: απρόσωπο ρήμα της κύριας πρότασης, άρεσε, pla’ceo, pla’cui, pla’citum, place’re, specta’rent: για να δουν, ρήμα της τελικής πρότασης σε υποτακτική παρατατικού, specto, -a’vi, -a’tum, -a’re, βλέπω, θεώμαι, υποτακτική ενεστώτα, spectem, spectes, spectet, specte’mus, specte’tis, spectent, υποτακτική παρατατικού, specta’rem, -es, -et, -e’mus, -e’tis, -ent, ομόρριζα, specta’bilis (θεατός), specta’tio (θέαμα), specta’culum (θέαμα), specta’tor (θεατής), specta’trix, viris, fe’minis: δοτικές προσωπικές, multis: επιθετικός προσδιορισμός, festina’re: να σπεύσουν, festi’no, -a’vi, -a’tum, -a’re, σπεύδω, τρέχω, υποκείμενο στο pla’cuit, ex oppido, in campum: εμπρόθετοι προσδιορισμοί τόπου, από τόπου και σε τόπο κίνηση.


time’bant, sile’bant, admone’bant, colloca’rent: ρήματα των τριών κύριων προτάσεων και της βουλητικής πρότασης, φοβούνταν, σιωπούσαν, συμβούλευαν, να τοποθετήσουν, ti’meo, ti’mui, time’re, si’leo, si’lui, sile’re, admo’neo, admo’nui, admo’nitum, admone’re, co’lloco, -a’vi, -a’tum, -a’re, υποτακτική παρατατικού, γιατί η βουλητική πρόταση εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου, colloca’rem, -es, -et, -e’mus, -e’tis, -ent, a’lii: άλλοι, υποκείμενο, effi’giem: εικόνα, ομοίωμα, effi’gies, -ei, αντικείμενο, suos: τους δικούς τους, αντικείμενο, equi: γενική αντικειμενική, simula’crum, -i: εικόνα, ομοίωμα, άγαλμα.


advola’vit, admo’nuit, dele’rent: έσπευσε, συμβούλεψε, να καταστρέψουν, a’dvolo, -a’vi, -a’tum, -a’re, σπεύδω, φθάνω γρήγορα, φθάνω πετώντας, de’leo, καταστρέφω, το ρήμα της βουλητικής πρότασης είναι σε υποτακτική παρατατικού, γιατί η πρόταση εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου, το admo’nuit, συγγενή, admoni’tio, admo’nitor, admo’nitrix, admo’nitus, -a, -um, admo’nitus, -us (παραίνεση), tum: τότε, mini’ster: παράθεση στο Lao’coon, deo’rum: γενική αντικειμενική, inquit: είπε, παρενθετικό ρήμα, ti’meo: ρήμα της κύριας πρότασης, ne immi’neat: ενδοιαστική πρόταση, immi’neat, υποτακτική ενεστώτα, immi’neo, immine’re, επικρέμαμαι, υποτακτική ενεστώτα, immi’neam, -eas, -eat, -ea’mus, -ea’tis, -eant, υποτακτική παρατατικού, immine’rem, -es, -et, -e’mus, -e’tis, -ent, pa’triae: δοτική, αντικείμενο στο immi’neat, nostrae: κτητική αντωνυμία, επιθετικός προσδιορισμός, peri’culum, -i: κίνδυνος, ομόρριζα, periculo’sus, periculo’se.


habe’te, di’splicet: να έχετε (προστακτική), δεν αρέσει, ρήματα των κύριων προτάσεων, ha’beo, ha’bui, ha’bitum, habe’re, έχω, θεωρώ, displi’ceo, displi’cui, displi’citum, displice’re, δεν αρέσω, απαρέσκω, ha’beo, ομόρριζα, ha’bilis (εύχρηστος), habi’litas, ha’bito, habita’tio (κατοικία), habita’tor, habita’bilis, ha’bitus, -us (κατάσταση), fidem, verbis: άμεσο και έμμεσο αντικείμενο, deis: στους θεούς, αντικείμενο, nostris: στους δικούς μας, επιθετικός προσδιορισμός, meus, -a, -um, noster, nostra, nostrum, noster, -ri, -ro, -rum, -er, -ro, nostri, -ro’rum, -ris, -ros, -ri, -ris, mere’bitis, dele’bitis: ρήματα των κύριων προτάσεων, θα είστε άξιοι, θα καταστρέψετε, me’reo, me’rui, mere’re, είμαι άξιος, bene me’reo de a’liquo, ευεργετώ, ομόρριζα, me’rito (άξια), me’ritum (μισθός, αμοιβή), me’ritus (άξιος), de’leo, καταστρέφω, ομόρριζα, dele’trix, dele’tus, δηλ-έομαι, δηλ-η-τήριο.


conservave’ritis, dole’bitis, defle’bunt: θα έχετε διατηρήσει, θα λυπηθείτε, θα θρηνήσουν, conse’rvo, -a’vi, -a’tum, -a’re, do’leo, do’lui, do’litum, dole’re, λυπάμαι, de’fleo, defle’vi, defle’tum, defle’re, θρηνώ, κλαίω, ρήματα της υποθετικής πρότασης και των δύο κύριων προτάσεων, de’fleo, ομόρριζα, defle’tio (θρήνος), fleo, fle’bilis, flebi’liter, fletus, -us, m. inte’ritus, -us, m: όλεθρος, θάνατος, φόνος, αντικείμενο, ομόρριζα, inte’reo, intere’mptor, interi’tio (όλεθρος, θάνατος), viro’rum, filio’rum: γενικές αντικειμενικές.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ Συγκριτική διδασκαλία των κλασικών γλωσσών Μάθημα 7 ΣυνέχειαΒ