Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τμήμα:C/Εισαγωγή

Από Βικιεπιστήμιο
Αρχή Περιεχόμενα Επόμενη
Ενότητα


Δείτε επίσης το εγκυκλοπαιδικό λήμμα
Ο Ken Thompson (αριστερά) και ο Dennis Ritchie (δεξιά)

Η C είναι μια γλώσσα προγραμματισμού γενικής χρήσης, η οποία αναπτύχθηκε από τον Dennis Ritchie και τον Ken Thompson το 1972 στα εργαστήρια της AT&T Bell. Η C έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής κυρίως για τον λιτό τρόπο σύνταξης και την ευκολία εκμάθησης της.

Είναι γλώσσα μετρίου επιπέδου, ακολουθεί την φιλοσοφία του διαδικαστικού προγραμματισμού και δεν προσφέρει δυνατότητες αντικειμενοστρέφειας. Παρόλα αυτά, ο απόλυτος έλεγχος που δίδεται στον προγραμματιστή σε συνδυασμό με την ευκολία εκμάθησης την καθιέρωσαν ως μια πολύ καλή γλώσσα προγραμματισμού.

Μετά από αρκετές προσθήκες και τροποποιήσεις της αρχικής έκδοσης, η C τυποποιήθηκε από το Αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Προτυποποίησης (ANSI) το 1983 και προέκυψε η ANSI Standard C. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κάθε σύγχρονη εκδοχή της C ακολουθεί τα πρότυπα και της προδιαγραφές της ANSI C.

Πλεονεκτήματα

[επεξεργασία]

Σήμερα, η C συγκαταλέγεται στις πιο ευρέως χρησιμοποιούμενες γλώσσες προγραμματισμού όλων των εποχών και πολλές νεώτερες γλώσσες έχουν επηρεαστεί άμεσα ή έμμεσα από αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των C++, C#, D, Go, Java, JavaScript, Limbo, LPC, Perl, PHP, Python, καθώς και του κελύφους C (C shell) του Unix. Η C++, ειδικά, ξεκίνησε σαν προεπεξεργαστής της C, αλλά έχει εξελιχθεί πλέον σε μια αντικειμενοστραφή γλώσσα, που αποτελεί υπερσύνολο της C.

Όλες αυτές είναι κατάλληλες για την πλειονότητα των προγραμματιστικών απαιτήσεων. Υπάρχουν όμως αρκετοί λόγοι που διατηρούν ακόμα την C στην κορυφή των προτιμήσεων των σημερινών προγραμματιστών.

Ενδεικτικά η C προσφέρει:

  • Ευελιξία
  • Μεταφερσιμότητα (portability)
  • Απλό συντακτικό
  • Είναι αρθρωτή (modular)
Αρχή Περιεχόμενα Επόμενη
Ενότητα