Φεύγω

Από Βικιεπιστήμιο

Κλίση του ρήματος στους Αρχικούς του Χρόνους:



Φεύγω (φεύγω, καταδιώκομαι, γίνομαι εξόριστος)

Εν.: φεύγω
Πρτ.: έφευγον
Μελ.: φεύξομαι
Αόρ.: έφυγον
Πρκ.: πέφευγα
Υπρσ.: επεφεύγειν



Παράγωγα