Insourcing

Από Βικιεπιστήμιο

Ορισμός[επεξεργασία]

Ο όρος <<Insourcing>> είναι η ανάθεση μίας εργασίας (project) σε ένα άτομο ή μία ομάδα εντός μίας εταιρίας, έναντι της πρόσληψης μίας εξωτερικής ομάδας για την υλοποίηση αυτού του έργου (Outsourcing)

Θετικά[επεξεργασία]

 Το να υλοποιηθεί ένα έργο εντός της εταιρίας προσφέρει μεγαλύτερο έλεγχο και ακρίβεια του αποτελέσματος καθώς η πρόοδος του μπορεί να επιτηρηθεί ευκολότερα και σε μεγαλύτερο βαθμό. Επιπλέον, αυξάνεται η ταχύτητα και η προσαρμοστικότητά του. Νέα χαρακτηριστικά και λειτουργίες προστίθενται καθώς το έργο προχωράει και σε αυτό βοηθάει και η επικοινωνία που είναι πιο άμεση μεταξύ του εργοδότη και των εργαζόμενων. Κάτι που πολλές επιχειρήσεις αγνοούν, είναι ότι οι ίδιοι υπάλληλοί τους είναι αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα τις ανάγκες και τις δυνατότητές της και κατά συνέπεια τον τρόπο για να αυξήσει τα κέρδη της.  Το πιο σημαντικό είναι ότι δημιουργώντας κάτι ενδοεπιχειρησιακά η εταιρεία μπορεί να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα διότι οι ανταγωνιστές της δεν θα έχουν πρόσβαση ούτε θα μπορούν να αποκτήσουν ακριβώς αυτό που έχει εκείνη. Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό είναι η ύψιστη ασφάλεια που προσφέρει, αφού δεν υπάρχουν εξωτερικοί υπάλληλοι που να μπορούν να εισέλθουν στο σύστημα της.

Αρνητικά[επεξεργασία]

 Το κύριο πρόβλημα και ο βασικός λόγος που πολλές εταιρείες επιλέγουν να αναθέσουν σε έναν εξωτερικό παράγοντα την υλοποίηση ενός project είναι το κόστος. Το να δημιουργηθεί μία ομάδα μέσα στην επιχείρηση και να τους παρέχουν όλες τις απαραίτητες υποδομές είναι μία διαδικασία με μεγάλο κόστος το οποίο κάποιες φορές αντισταθμίζει τα οφέλη. Επιπρόσθετα, η ανάθεση μίας εργασίας σε υπαλλήλους της εταιρείας σημαίνει αυτόματα ότι αυτοί δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στις εργασίες που έκαναν έως τότε κι έτσι δημιουργείται πρόβλημα κατανομής

Βιβλιογραφία[επεξεργασία]

https://www.investopedia.com/terms/i/insourcing.asp

https://www.wallstreetmojo.com/insourcing/