Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νεοϊνδοευρωπαϊκή Μάθημα 14 Συνέχεια

Από Βικιεπιστήμιο

ΝΕΟΪΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΜΑΘΗΜΑ 14 Συνέχεια


ΜΙΑ ΤΕΧΝΗΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ


(Με βάση το σχετικό δικό μας βιβλίο (των Ιωαννίδη Κ. & Ιωαννίδου Αικ.) του 2008) --ΚώτσονΙωαν 19:46, 27 Αυγούστου 2009 (UTC)


ΜΑΘΗΜΑ 14 Συνέχεια. Μικρό νεοϊνδοευρωπαϊκό - νεοελληνικό λεξικό.


K


kad, se < κάδος, kafe, se < καφέ-ς, kahlek, se < κάχληξ, -ηκος > βότσαλο, kair, se < καιρ-ός, Kaisar, se < Καῖσαρ, kak < κακ-οῦ > κακός, kak, kakion, kakist < κακός, kake < κακ-ός > κακά, kake eg poie < κακῶς ποιῶ, kake, kakione, kakiste < κακῶς, άσχημα, kakione < κάκιον > πιο κακά, kakiste < κάκιστα, kakodaimon, se < κακοδαίμων > γρουσούζης, kakotemon, se < κακοθήμων < αμελής, kal, se < καλ-ός, ωραίος, kale, eg <καλέ-ω, Kalhas, se < Κάλχαντ-ος > Κάλχας, kali, se < καλι-ά < καλύβα, kallitrih, se < καλλίθριξ, <-τριχος > καλλίτριχος, kallun, eg < καλλύν-ω > ομορφαίνω, kalos < καλῶς > καλά, kaluk, se < κάλυξ < -υκος > μπουμπούκι, kam, eg < κάμ-ν-ω > κουράζομαι, kanon, se < κανόν-ος > κανόνας, kanonike < κανονικ-ός > κανονικά, kapelei, se < καπηλεῖ-ον > παντοπωλείο, ταβέρνα, kardop, se < κάρδοπ-ος > σκάφη, karebare, eg < καρηβαρέ-ω > έχω κεφαλόπονο, karid, se < καρίς < -ίδος > γαρίδα, karkin, se < καρκίν-ος> κάβουρας, kata < κατά > σύμφωνα με, kata podes < κατά πόδας > από κοντά, kata se ma gnom < κατά τη γνώμη μου, katadartan, eg < καταδαρθάνω > κοιμάμαι, katadel, se < κατάδηλ-ος.


katadikaz, eg < καταδικάζω, katafer, eg < καταφέρ-ω > καταφέρνω, katafleg, eg < καταφλέγ-ω, katag, eg < κατάγ-ω > επαναφέρω από εξορία, katagno, eg < καταγιγνώσκω > καταδικάζω, katagog, se < καταγωγή, katairese, se < καθαίρεσις, -εως > καθαίρεση, katalab, eg < κατα-λα-μ-β-άν-ω > κυριεύω, katalog, se > κατάλογ-ος, katalumat, se < καταλύματ-ος > κατάλυμα, katamat, eg < κατα-μα-ν-θ-άν-ω > καταλαβαίνω, katanalo, eg > καταναλό-ω, katanoese, se < κατανόηση katantes, se < κατάντης > κατηφορικός, katapiez, eg < καταπιέζω kataple, eg > καταπλέ-ω, katapsuh, eg < καταψύχ-ω, katasmuh, eg < κατασμύχ-ω > ψήνομαι από έρωτα, katastase, se < κατάστασις, -εως, kateor, eg < κάθη-μαι > κάθομαι, katedr, se < καθέδρα > κάθισμα, έδρα, kategore, eg < κατηγορέ-ω, kategori, se < κατηγορία, kateh, eg < κατέχ-ω, katergaz, eg < κατεργάζ-ομαι, katerh, eg < κατέρχομαι > επιστρέφω από εξορία, katezor, eg < καθέζ-ομαι > κάθομαι, katiero, eg < καθιερόω > καθιερώνω, katod, se < κάθοδος, katoike, eg < κατοικέ-ω > μένω, katoion, se < κάτω + ion > κατώτερος, katoridor, eg < καθορίζομαι, katorug, se < κατῶρυξ στέγη > υπόγειο, kaumat, se < καύματ-ος > καῦμα, kausi, se < καυσί-α > ομπρέλα, ke, uke < καί, οὔτε, katelku, eg < καθελκύω, kean, kean u < καί ἄν.


kedemon, se < κηδεμών, -όνος, kedesti, se < κηδεστία > συγγένεια από αγχιστεία, kefal, se < κεφαλή, kefalai, se < κεφάλαιο, kei, eg < κεῖμαι, keir, eg < κέ-ρ-j-ω > κουρεύω, kek, se < κήξ, κηκ-ός > γλάρος, kelain, se < κελαιν-ός > μελαψός, keleu, eg < κελεύ-ω > διατάζω, keleut, se < κέλευθος, ἡ > οδός, kelor, se < κέλωρ < κέλορ-ος > εγγόνι, ken < κέν > θα (δυνητικό μόριο), keno, eg < κενό-ω > αδειάζω, kep, se < κῆπ-ος, keras, se < κέρως < κέρασος > πτέρυγα, kerat, se < κέρας > κέρατο, keraun, se < κεραυνός, kerdes, se < κέρδος, kerkid, se < κερκίδα, keruk, se < κήρυκ-ος > κήρυκας, keutmon, se < κευθμών < -ῶνος > κρυψώνα, kibd, se < κίβδος, ἡ > σκουριά, kindun, se < κίνδυνος, kinduneu, eg < κινδυνεύω, kine, eg < κινέ-ω > κινώ, kinnamom, se < κιννάμωμον > κανέλα, kisere, se < κίσηρις > ελαφρόπετρα, kitri, se < κίτρι-ον > λεμόνι, klai, eg < κλαί-ω, klees, se < κλέος > δόξα, kleid, se < κλείς < κλειδ-ός > κλειδί, klein, eg < κλείν-ω, klepsudr, se < κλεψύδρα, klimak, se < κλίμακ-ος > κλίμακα, klin, eg < κλίν-ω, knefe, se < κνέφας, κνέφε-ος > σκοτάδι, knodal, se < κνώδαλ-ον > θηρίο, kodon, se < κώδων-ος > κουδούνι, kohli, se < κοχλί-ας > σαλιγκάρι, kohon, se < κοχών-η, ἡ > μηρός, koima, eg < κοιμά-ω > κοιμίζω, κοιμάμαι, koin, se < κοινός, koine < κοινῇ > από κοινού, μαζί.


koinoni, se < κοινωνία, kole, se < κολε-ός > θήκη, kollik, se < κόλλιξ, -ικ-ος > κουλούρι, πίτα, kolofon, se < κολοφών> κολοφώνας, κορυφή, τέλος, kolu, eg < κωλύ-ω > εμποδίζω, kom, se < κόμ-η > μαλλιά, komide < κομιδῇ > εντελώς, kompsotehnemat, se < κομψοτέχνημα, kon, se < κῶν-ος > κουκουνάρα, kon, se < κώμ-η, ἡ > χωριό, kondul, se < κόνδυλ-ος > γροθιά, kontra < contra > ενάντια σε, kopiaor, eg < κοπιάω > κουράζομαι, kopose, se < κόπωσις < κοπώσεως, kopron, se < κοπρών > τουαλέτα, kor, se < κόρη, koretr, se < κόρηθρ-ον > σκούπα, korkorug, se < κορκορυγή > γουργούρισμα, korut, se < κόρυς, ἡ < κόρυθ-ος, περικεφαλαία, koruz, se < κόρυζ-α > συνάχι, kosm, se < κόσμ-ου > τάξη, κόσμος, kossuf, se < κόσσυφ-ος > κοτσύφι, kostid, eg < κοστίδ-j- ω > στοιχίζω, koton, se < κώθων > ποτήρι, kotul, se < κοτύλ-η > μικρό ποτήρι, kourei, se < κουρεῖ-ον, kraipn, se < κραιπν-ός > ορμητικός, kramb, se < κράμβ-η > λάχανο, kraug, se < κραυγή, kreas, se < κρέως < κρέασος > κρέας, kren, se < κρήν-η > βρύση, πηγή, krise, se < κρίσε-ως > κρίση krobul, se < κρωβύλ-ος > κότσος, krubden < κρύβδην > κρυφά, kruf, se < κρυφός, krufa < κρύφα > κρυφά.


ksenodoh, se < ξενοδόχος, ksenodoha, se < ξενοδόχα, ksenodohei, se < ξενοδοχεί-ο, ksenon, se < ξενῶν-ος < ξενώνας, kten, eg < κτε-ί-ν-ω > σκοτώνω, ktese, se < κτήσε-ως > κτήση, ktetor, se < κτήτορας, ktise, se < κτίσε-ως > κτίσιμο, kuat, se < κύαθος > ποτήρι, kubista, eg < κυβιστά-ω > κάνω τούμπες, kuf, se < κυφ-ός > καμπούρης, kukeon, se < κυκεώνας, kukl, se < κύκλ-ος, kuklo, eg < κυκλώνω, kulik, se < κύλικ-ος < κύλιξ, ἡ > ποτήρι, kumat, se < κύματ-ος > κύμα, kumbal, se < κύμβαλο > μουσικό όργανο, kumin, se < κύμιν-ον, kun, se < κύων < κυν-ός > σκύλος, kuri, se < κύρι-ος, kurieu, eg < κυριεύ-ω, Kuros, se < Κῦρος, kutmid, se < κυτμίς, -ίδος > έμπλαστρο.


L


la, se < λα-οῦ > λαός, lab, eg dik < δίκην λαμβάνω > τιμωρώ, labr, se < λάβρ-ος > λυσσαλέος, labrak, se < λάβραξ > λαβράκι, lah, eg < λα-γ-χ-ά-νω > παίρνω με, κλήρο, lahan, se < λάχανον, lahanopol, se < λαχανοπώλ-ης, lahanopola, se < λαχανόπωλις, Lakedaimoni, se < Λακεδαιμόνιος, lakonid, eg < λακωνίδ-j-ω > είμαι λακωνικός, lale, eg < λαλέ-ω > φλυαρώ, lamp, eg < λάμπ-ω, larnak, se < λάρναξ, lat, eg < λα-ν-θ-άν-ω > διαφεύγω την προσοχή, latin, se < λατίν-ος, latinik, se < λατινικ-ός, latrai, se > λαθραῖ-ος, latrei, se < λατρεία, lebet, se < λέβης < λέβητ-ος, leelasi, se < λεηλασία, legor, eg < λέγ-ομαι, legtor, se < λέγ-ω + tor > ομιλητής, lehe, se < λέχε-ος > κρεβάτι, καναπές, leitourgi, se < λειτουργία, lekanid, se < λεκαν-ίς > λεκάνη, leke, se < λέκος < λέκε-ος> λεκάνη, lemb, se < λέμβος, leoforei, se < λεωφορεῖ-ον > λεωφορείο, lept, se < λεπτόν > λεπτό, lepur, se < λέπυρ-ον > τσόφλι, lere, eg < ληρέ-ω > φλυαρώ, litotomi, se < λιθοτομί-α > λατομείο, lodik, se < λώδιξ < λώδικ-ος > κουβέρτα, log, loges, se < λόγ-ος > λόγος, λόγια, logik, se < λογική, λογικός, loidore, eg < λοιδορέ-ω > κοροϊδεύω, lomat, se < λῶμα < λώματ-ος > ούγια, lopad, se < λοπάς < λοπάδ-ος> πιατέλα, lugr, se < λυγρ-ός > πένθιμος, luk, se < ὁ λύκος, luka, se < ἡ λύκαινα, lukaes, se < αἱ λύκαιναι, lukei, se < λύκειον, lukes, se < οἱ λύκοι, lum, se < λύμ-η > προσβολή, lumain, eg < λυμαίν-ομαι > καταστρέφω, lupeul, eg < λυπέ-ομαι, luse, se < λύ-σις > λύση lusiteles, se < λυσιτελής > ωφέλιμος.


M


ma < μά > μα, ορκωτικό μόριο, magerei, se < μαγειρεῖ-ον, mah, se < μάχ-η, maktr, se < μάκτρ-ον > πετσέτα, malak, se < μαλακός, mamm, se < μάμμη > γιαγιά, mammakut, se < μαμμάκυθ-ος > μάπας, man, eg < μαίν -ομαι < ἐ-μάν-ην, mani, se < μανί-α, marti, se < Μάρτι-ος, martur, se < μάρτυρ-ος > μάρτυρας, marture, eg < μαρτυρέ-ω > μαρτυρώ, mataie < μάταια < μάται-ος, matemat, se < μαθήματ-ος> μάθημα, mater, se < μήτηρ > μητέρα, matet, se < μαθητής, mateta, se < μαθήτρια, megal, se < μεγάλ-ος, megalist, se < megal + ist > πολύ μεγάλος, meirak, se < μεῖραξ > νεαρός, έφηβος, meiraka, se < μεῖραξ > νεαρή, έφηβη, meirakisk, se < μειρακίσκ-ος > νεαρούλης, meirakiska, se < μειρακίσκ-ος > νεαρούλα, mel medik, se < μῆλον μηδικόν > πορτοκάλι, mel persik, se < μῆλον περσικόν > ροδάκινο, meleta, eg < μελετά-ω, mellont, se < μέλλον, membrad, se < μεμβράς , -άδος > γαύρος, men, eg < μέν-ω, men, men u < μή > μήπως, men, se < μην-ός > μήνας, merid, se < μερίδα, mest, se < μεστ-ός > γεμάτος, meta < μετά > μετά από, metafor, se < μεταφορ-ά, metafrase, se < μεταφράσε-ως > μετάφραση, metafraz, eg < μεταφράζ-ω, metagraf, eg < μεταγράφ-ω.


metahore, eg < μεταχωρέ-ω, metapemp, eg < μεταπέμπομαι> στέλνω και προσκαλώ, metarsi, se < μετάρσι-ος > μετέωρος, metashematism, se < μετασχηματισμός, meteh, eg < μετέχ-ω, metop, se < μετόπη, μέτωπο, metoporin, se < μετοπωριν-ός > φθινοπωρινός, metriaz, eg < μετριάζω, metu, se < μέθυ, -ος > κρασί, mikr, se < μικρ-ός, mimarku, se < μίμαρκυς , -υος > πατσάς, Minos, se < Μίνω-ος > Μίνως, mise, eg < μισέ-ω > μισώ, mistofor, se < μισθοφόρος, mistoul, eg < μισθό-ω > νοικιάζω, mna, se < μνά-ας > μνα, νόμισμα, mnester, se < μνηστήρ > μνηστήρας, mnestera, se < μνήστήρ > μνηστή, mo, ma, mon < ἐμός, -ή, -όν > εμός, δικός μου, moir, se < μοῖρα > μοίρα, molop, se < μώλωψ, -ωπος > μώλωπας, monadik, se < μοναδικ-ός, mor, se < μόρ-ος > μοίρα, morf, se < μορφ-ή, mormolukei, se < μορμολύκειο > φάντασμα, muket, se < μύκης < -ητος > μύκητας, mul, se < μύλ-ος, mulotr, se < μυλωθρ-ός > μυλωνάς, musik, se < μουσικ-ῆς > μουσική, mut, se < μύθ-ος.


N


na, na u < ἵνα > να, nai, u < ναί, οὐ > ναι, όχι, nani, se < νανίον > κούκλα, naustole, eg < ναυστολέ-ω > ταξιδεύω με πλοίο, ne, se < νε-ώς > πλοίο, neh, eg < νήχ-ομαι > κολυμπώ, neik, se < νέος, nektar, se < νέκταρ, neku, se < νέκυ-ς, -υος, ὁ > νεκρός, nem, eg < νέμ-ω > μοιράζω, neori, se < νεώρι-ον, τὸ > ναυπηγείο, ness, se < νῆσσα, ἡ > πάπια, nik, se < νίκη, nika, eg < νικά-ω, Nikaia, se < Νίκαια, nikefor, se < νικηφόρος, no, se < νό-ου > νους, noemat, se < νοήματ-ος > νόημα, nom, se < νόμος, nomid, eg < νομίδ-j-ω > νομίζω, nomotet, se < νομοθέτης, nos eh ara < έχουμε άραγε, nos se epomen < εμείς οι μεταγενέστεροι, noti, se < νοτί-α, ἡ > υγρασία, nukt, se < νυκτ-ός > νύχτα, numf, se < νύμφη, numfeu, eg , νυμφεύ-ω > παντρεύω, nun < νῦν > τώρα.


O


o! > επιφώνημα προσφώνησης, ο!, o, a, on < ὅς, ἥ, ὅ > οποίος, -α, -ον, od, se < ὁδός, odagm, se < ὀδαγμ-ός, ὁ > φαγούρα, odaks < ὀδάξ > με τα δόντια, odeg, se < ὁδηγός > οδηγός, odeu, eg < ὁδεύω > περπατώ, ταξιδεύω, odeut, se < ὀδευτ-ής, ὁ > ταξιδιώτης, odik, se < ὁδικ-ός, odont, se < ὀδούς < ὀδόντ-ος > δόντι, of auster ehemutei < αυστηρής εχεμύθειας, of upsel etik epiped < υψηλού ηθικού επιπέδου, ofeilor, eg < ὀφείλομαι, ofele, eg < ὠφελέ-ω, ofelemat, se <ὠφέλημα < -ατος, ofeli, se < ὠφελί-α > ωφέλεια, ofru, se < ὀφρύ-ος > φρύδι, oftalm, se < ὀφθαλμ-οῦ > μάτι, oiak, se < οἴαξ, > οἴακ-ος, ὁ > τιμόνι, Oidipous, se < Οἰδίπους, oie, eg < οἴομαι > νομίζω, oihom, eg < οἴχ-ομαι > φεύγω, oik, se < οἶκ-ος > σπίτι, oike, eg < οἰκέ-ω > οικώ, κατοικώ, oikei, se < οἰκεῖος, oikeiotet, se < οἰκειότης, -ότητος > οικειότητα, φιλία, oikemat, se < οἰκήματ-ος > σπίτι, oiket, se < οίκέτης > υπηρέτης, oikonome, eg <οἰκονομέ-ω > τακτοποιώ, oikoumen, se < οἰκουμένη, ἡ, oikter, eg < οἰκτείρω > λυπάμαι, oin, se < οἶνος > κρασί, oinon, se < οἰνών, -ῶνος > κάβα, κελλάρι.


oio, oia, oion < οἷος > όποιου είδους, oke, se < ὠκύς, -έος > γρήγορος, okladi, se < ὀκλαδί-ας > κάθισμα πτυσσόμενο, okne, eg < οκνέ-ω > διστάζω, βαριέμαι, okto < ὀκτώ, oktodeka < ὀγδοήκοντα > ογδόντα, ol, se < ὅλος, olbi, se < ὄλβιος > πλούσιος, oletr, se < ὄλεθρ-ος > καταστροφή, olige < ὀλίγον > λίγο, olm, se <ὅλμ-ος > όλμος, oloi, se < ὀλοι-ός > ολέθριος, olokler, se < ὁλόκληρ-ος, om, eg < ὄμνυμι > ορκίζομαι, omal, se < ὁμαλ-ός, omfak, se < ὄμφαξ, -ακος > αγουρίδα, omile, leg, eg < ὁμιλέ-ω, λέγ-ω, omilet, se < ὁμιλητ-ής, omologe, eg < ὁμολογέ-ω > συμφωνώ, one, eg < ὠνέ-ομαι-> αγοράζω, oneidid, eg < ὀνειδίζω > κοροϊδεύω, onies, se < ὤνια> ψώνια, onomat es te eg < ὄνομά μοι έστι < με λένε, opeat, se < ὄπεας, -ατος > σούβλα, opoio, -a, -on > κάποιου είδους, opos < ὅπως, oposo, -a, -on > κάμποσος, oposon > κάμποσο, opote < κάποτε, opotero > κάποιος από τους δύο, opta, eg < ὀπτά-ω > ψήνω στα κάρβουνα, opu < ὅπου, ora, eg < ὁρά-ω > βλέπω.


orai, se < ὡραῖος, oramat, se < ὁράματ-ος > όραμα, oreg, eg < ὀρέγ-ομαι> επιθυμώ, orgid, eg < ὀργίζ-ομαι, orhese, se < ὄρχησις, -εως > χορός, origan, se < ὀρίγαν-ον > ρίγανη, orim, se < ὥριμος, orism, se < ὁρισμός, ork, se < ὅρκος, ornit, se < ὄρνις < ὄρνιθ-ος > πουλί, κότα, orob, se < ὄροβ-ος > αρακάς, ort, se < ὀρθός, ortug, se < ὄρτυξ, -υγος > ορτύκι, oru, eg > ὠρύο-μαι, orug, eg < ὀρύσσω > σκάβω, osan se emetera < σαν τη δική μας, oso, osa, oson, < ὅσος, ὅση, ὅσον, oson < ὅσον, ospotero, -a, -on > όποιος από τους δύο, oste, oste u < ὥστε, osto, osta, oston > ὅστις, όποιος, ot, se < οὖς, ὠτ-ός > αυτί, ote < ὅταν, ote, eg > ὠθέ-ω, oti, oti u < ὅτι, oto, ota, oton > κάποιος, -α, -ο, oton, se < ὀθόν-η, ὁ > πανί, oud, se < οὐδός, ὁ > κατώφλι, ousi, se < οὐσία > περιουσία, outos < οὕτως > έτσι.


P


pagid, se < παγίς, -ίδος, > παγίδα, pangrati, se < παγκράτιον, paian, se < παιάνας, paid, se < παῖς > παιδί, αγόρι, paida, se < παῖς > κορίτσι, paidagog, se < παιδαγωγός, paidagoge eg < παιδαγωγέ-ω, paideu, eg < παιδεύ-ω, paidid < παῖς > παίζω, paigmat, se < παῖγμα, -ατος > παιχνίδι, paigni, se < παίγνι-ον > παιχνίδι, palai ke propalai <πάλαι και πρόπαλαι > από παλιά, palaioten < παλαιόθεν > από παλιά, pallakid, se < παλλακίς, -ίδος > γκόμενα, palm, se < παλμός, pampan < πάμπαν > εντελώς, panarhai, se < πανάρχαιος, pandem, se < πάνδημος, panopl, se < πάνοπλ-ος, pant < παντ-ός < όλος, pantahoten < πανταχόθεν > από παντού, pantapasin < παντάπασιν > εντελώς, panu < πάνυ > πολύ, papp, se < πάππος > παππούς, pappas, se < πάππας > μπαμπάκας, pappias, se < παππίας > μπαμπάκας, papur, se < πάπυρος > τετράδιο, para < παρά > κοντά, δίπλα, paradeigmat, se < παραδείγματ-ος, paradekt, se < παραδεκτός, parado, eg < παραδί-δω-μι < παραδίδω, paradoks, se < παράδοξο, paragont, se < παράγων < -οντος > παράγων, paraine, eg < παραινέ-ω > συμβουλεύω.


paraite, eg < παραιτέ-ομαι, paraitese, se < παραίτησις, -εως, parakale, eg < παρακαλέ-ω, parakate, eg < παρακάθη-μαι, parakine, eg < παρακινέω, parakoloute, eg < παρακολουθέ-ω, parakore, eg < παρακορέ-ω > σκουπίζω, paralab, eg < παρα-λα-μ-β-άν-ω, paramele, eg < παραμελέ-ω, paramute, eg < παραμυθέ-ομαι > παρηγορώ, parangelmat, < παραγγέλματ-ος > παράγγελμα, paranoese of se hristianism < παρανόηση του Χριστιανισμού, paranom, se < παράνομος, parapetasmat, se < παραπέτασμα, κουρτίνα, parasit, se < παράσιτο, parastat, se < παραστάτης, paratese, se < παράθεσις, -εως > παράθεση, parautika < παραυτίκα > αμέσως, parektrop, se < παρεκτροπή, parormese, se < παρόρμησις , -εως, parorofid, se < παρωροφίς, -ίδος > μαρκίζα, panresi, se < παρρησία > θαρραλέα έκφραση, partenon, se < παρθενών > δωμάτιο κοριτσιών, pat, se < πάθος, pater, se < πατήρ > πατέρας.


Patrai, se < Πάτραι > Πάτρα, pau, eg < παύ-ω, peir, eg < πείρω > τρυπώ, peira, eg < πειρά-ομαι > προσπαθώ, peit, eg < πείθ-ω, pek, eg < πέκ-ω > κτενίζω, pelamud, se < πηλαμύς, -ύδος > παλαμήδα, peliko, -a -on < πηλίκος > ποιας ηλικίας, pemp, eg < πέμπ-ω > στέλνω, pente < πέντε, penteik, se < πέμπτος, penter, se < πενθερός > πεθερός, pentera, se < πενθερά > πεθερά, per < λατ. per, πρόθεση > κατά τη διάρκεια, peri <περί > γύρω από, perierg, se < περίεργος < περί + ἐργάζομαι, perigraf, eg < περιγράφ-ω, periora, eg < περιορά-ω > περιφρονώ, peristase, se < περίστασις < -εως, peritreh, eg < περιτρέχω, peritrop, se < περιτροπή, perses, se < Πέρσες, pet, eg < πέτ-ομαι > πετάω, ίπταμαι, peze < πεζῇ > με τα πόδια, pin, eg < πίν-ω, pinak, se < πίνακ-ος > πίνακας, Pireus, se < Πειραιεύς > Πειραιάς, pist, se < πιστ-ός, piste, se <πίστε-ως > πίστη, pisteu, eg < πιστεύ-ω, plakount, se < πλακοῦς, -οῦντος > πίτα, plast, se < πλαστ-οῦ > ψεύτικος, plates, se < πλάτεσ-ος > πλάτος, τὸ, Platon, se < Πλάτων, ple, eg < πί-μ-πλη-μι > γεμίζω, pleiopsefi, se < πλειοψηφία, plero, eg < πληρόω > γεμίζω, pleromat, se < πλήρωμα, -ατος, plesmon, se < πλησμονή, pleur, se < πλευρ-ᾶς > πλευρά, plint, σε < πλίνθος, plo, se < πλοῦς < πλό-ος > πλούς, ploi, se < πλοίο, ploim, se < πλώιμος, Plouton, se < Πλούτων > Πλούτωνας.


plunteri, se < πλυντήριο, plut, se < πλοῦτ-ος, pneumat, se < πνεύματ-ος > πνεύμα, pniges, se < πνῖγος, -εσος > καύσωνας, podagr, se < ποδάγρα < αρθρίτιδα ποδιού, pogon, se < πώγων > γένια, poie, eg < ποιέ-ω > κάνω, poiet, se < ποιητής, poifugmat, se < ποίφυγμα > ροχαλητό, poio, poia, poion < ποῖος > τι είδους, pole, se < πόλις > πόλη, polem, se < πολέμ-ου, poli, se < πολιός > λευκός, polit, se < πολίτ-ης, politik, se < πολιτικ-ός, polle < πολύ, polle semantik < πολύ σημαντική, pomat, se < πῶμα, -ατος > καπάκι, Pompeius, se < Πομπήιος, pone, eg < πονέ-ω > κοπιάζω, popan, se < πόπανον, τὸ > πίτα, porn, se > πόρν-η, Portogalia, se < Πορτογαλία, pos < πῶς, Poseidon, se < Ποσειδῶν > Ποσειδώνας, poso, posa, poson < πόσος, poson < πόσον, potam, se < ποταμ-ός, pote < πότε, potero, -a, -on < πότερος > ποιος από τους δύο, potm, se < πότμ-ος > μοίρα, prag, eg < πράττω < πράγ-j-ω > πράττω, κάνω, pragmat, se < πράγματ-ος > πράγμα, pragmatei, se < πραγματεία, pragmateu, eg < πραγματεύ-ομαι, presbe, se < πρέσβε-ως > πρέσβης, pri, eg < πρί-ω > πριονίζω.


prin < πρίν > προτού να, prismatik, se < πρισματικός, pro < πρό > μπροστά από, pro te tees < ενώπιον των θεών, prodel, se < πρόδηλος, prodo, eg < πρό-δί-δω-μι > προδίδω, prodoka, eg < προ-δέ-δω-κα > έχω προδώσει, proedr, se < πρόεδρ-ος, proedreu, eg < προεδρεύω, proedri, se < προεδρία, proege, eg < προηγέ-ομαι, profanes, se < προφανής <-έσος, profase, se <πρόφασις, -εως > πρόφαση, prohore, eg < προχωρέ-ω > προχωρώ, proish, eg < προϊσχομαι > προφασίζομαι, prokei, hon < πρόκει-ται, proleg, eg < προλέγω, prometeu, eg < προμηθεύ-ω, prometeut, se < προμηθευτής, pros < πρὸς > κίνηση γενικά, pros ekei > προς τα εκεί, pros se logotehni > απέναντι στη λογοτεχνία, prosbal, eg < προσβάλλω, prosehes, se < προσεχέσ-ος > προσεχής, prosferor, eg < προσφέρω, prosklese, se < πρόσκληση, proso < πρόσω > προς εμπρός, prosop, se < πρόσωπο, prosopik, se < προσωπικός, prospoie, eg < προσποιούμαι, proteron < προτύτερα, protima, eg > προτιμά-ω, proton < πρῶτον > πρώτα, protrop, se < προτροπή, protumi, se < προθυμία, prouparh, eg < προϋπάρχ-ω, prutane, se < πρυτάνε-ως.


psakad, se < ψακάς , -άδος > σταγόνα, ψίχουλο, psalid, se < ψαλίς , -ίδος > ψαλίδι, psam, se < ψάμμος > άμμος, η, psatur, se < ψαθυρ-ός > εύθραυστος, psefid, eg < ψηφίζομοι > αποφασίζω, pseg, eg < ψέγ-ω > κατηγορώ, pseli, se < ψέλιον > βραχιόλι, pseudor, eg < ψεύδ-ομαι, psiat, se < ψίαθ-ος > ψάθα, psil, se <ψιλ-ός > ἄδενδρος, psilo, eg < ψιλό-ω > αποψιλώνω, psimut, se < ψιμύθι-ον > στολίδι, psittak, se < ψιττακ-ός > παπαγάλος, psofe < ψοφέ-ω > κάνω θόρυβο, psog, se < ψόγ-ος > μομφή, psuh, se < ψυχ-ή, psuh, se < ψῦχ-ος <ψύχεσ-ος, psuhanalutik teori, se < ψυχαναλυτική θεωρία, psuhiatr, se < ψυχίατρος, psukse, se < ψῦξις < ψύξε-ως, psukter, se < ψυγεῖον > ψυγείο, psull, se < ψύλλ-ος, ptarn, eg < πτάρνυμαι,> φτερνίζομαι, ptil, se <πτίλον > φτερό, πούπουλο, ptu, se < πτύον > φτυάρι, pu < ποῦ, apo pu, pros pu, pug, se < πυγή > πρωκτός, pur, se < πῦρ, πυρός, τὸ > φωτιά, purei, se < πυρεῖον > σπίρτο, puren, se < πυρήν, -ῆνος > πυρήνας , κουκούτσι, puret, se < πυρετ-ός, puste, se < πύστις, -εως > πληροφορία, put, eg < πυ-ν-θ-άν-ομαι > πληροφορούμαι, putsa, eg < ἐ-πυθ-όμην > πληροφορήθηκα.


R


rabd, se < ράβδος, rafanid, se < ῥαφανίς < -ίδος > ρεπανάκι, rag, se < ῥαγ-ός > ρώγα, ragdai, se < ραγδαῖος, raidi, se < ῥᾲδι-ος > εύκολος, rapsod, se < ῥαψωδ-ός, rapsodi, se < ραψωδία, ree, eg < ῥέω >ρέω, τρέχω, remat, se < ρήματ-ος > ρήμα, retor, se < ῥήτωρ < ρήτορας, rin, se < ῥιν-ός > μύτη, rinomaktr, se < ῥινόμακτρον > μαντήλι, rote, eg < ῥοθέ-ω > μουρμουρίζω, rukan, se < ῥυκάν-η, ἡ > ροκάνι.


S


safese < σαφοῦς < σαφέσ-ος + -e > σαφώς, sagen, se < σαγήν-η > δίχτυ, ψαράδων, sagmat, se < σάγμα < -ατος > σαμάρι, salamb, se < σαλάμβ-η > φεγγίτης, sapr, se < σαπρός > σάπιος, Sardeis, se < Σάρδεις, se ge nun < το γε νῦν > προς το παρόν, se periodes of se istori < περίοδοι της ιστορίας, sebasm, se < σεβασμ-ός, sek, se < σηκ-ός > περίφραξη, sekid, se < σηκίς, -ίδος, ἡ > θυρωρός, ο, sekida, se < σηκίς,-ίδος > θυρωρός, η, sela, se < σέλας, -αος > φως, selid, se < σελίδα, seman, eg < σημαίν-ω > δίνω σήμα, semei, se < σημείο, semeron < σήμερον > σήμερα, seo, sea, seon < δικός του, δική του, δικό του, set, se < σκόρος, sfair, se < σφαῖρα > μπάλα, sfak, se < σφάκος, ὁ > φασκομηλιά, sfalmat, se < σφάλμα, sfela, se < σφέλας, σφέλαος τὸ > υποπόδιο, sfetero < σφέτερος > δικός τους, δική τους κ.ά., sfodra < πολύ, shese, se < σχέσε-ως > σχέση, shetli, se < σχέτλι-ος > άθλιος, shid, eg < σχίζω.


shol, se < σχολή > διάλειμμα, sholaz, eg < σχολάζ-ω > αναπαύομαι, sifl, se < σιφλ-ός > σακάτης, sim, se < σιμ-ός > πλατσομύτης, siopa, eg < σιωπά-ω, sit, se < σῖτος > σιτάρι, sitopol, se < σιτοπώλ-ης, skep, eg < σκέπ-τ-ομαι < σκοπέ-ω, skeuori, se < σκευωρία, skimpod, se < σκίμπους, -οδος > σκαμνί, skop, se < σκοπός, skope, eg < σκοπέ-ω > σκέφτομαι, εξετάζω, skopt, eg < σκώπτ-ω > κοροϊδεύω, skorakid, eg < σκορακίζω, διαολοστέλνω, skotein, se < σκοτεινός, skotes, se < σκότος < σκότεσ-ος, skulak, se < σκύλαξ, -ακος > σκυλάκι, skumn, se < σκύμν-ος > σκυλάκι, νεογνό ζώου, sobar, se < σοβαρός, sof, se < σοφός, -ή, -όν, sofion, se < σοφώτερος, -α, -ον, sofismat, se < σοφίσματ-ος > σόφισμα, sofist, se < σοφώτατος, -η, -ον, sofron, se < σώφρον-ος > λογικός, soiz, eg < σῲζω > σώζω, Sokrates, se < Σωκράτης < Σωκράτεσ-ος, somat, se < σώματ-ος > σώμα, somatik erot, se > σεξ, soteri, se, < σωτηρί-ας > σωτηρία, soto, sato, toton < οὗτος, αὕτη, τοῦτο, spa se siop, eg < σπάω τη σιωπή, spani, se < σπάνιος, spil, se < σπίλος > κηλίδα, spod, se < σποδ-ός > στάχτη, spoud, se < σπουδ-ή > βιασύνη.


spoude < σπουδῇ > βιαστικά, stadi, se < στάδι-ον, 184, 87 μέτρα, stageirit, se < σταγειρίτης, stamni, se < σταμνί-ον > στάμνα, stase, se < στάση < ἵ-στα-μαι, stefan, se < στέφανος, stenist sunartese, se < στενότατη συνάρτηση, stoihei, se < στοιχεῖ-ον, stol, se < στόλ-ος, ὁ, store, eg < στορέν-νυμι > στρώνω, storg, se < στοργή, strat, se < στρατός, strateumat, se < στράτευμα < στρατεύματ-ος, stratiot, se < στρατιώτης, strebl, se < στρεβλ-ός > στραβός, sukamin, se < συκάμιν-ον > μούρο, sumfor, se < συμφορ-ᾶς > συμφορά, sumpatei, se < συμπάθεια, sun < σύν > μαζί με, sunadelf, se < συνάδελφ-ος, sunagonidor, eg < συναγωνίζ-ομαι, sunbase, se < σύμβασις , -εως > σύμβαση, sunbatik, se < συμβατικός, sunbatike < συμβατικά, sunbouli, se < συμβούλι-ον, sundeor, eg < συνδέομαι, sundik, se < σύνδικος > συνήγορος του δημοσίου, sune < συν-ί-η-μι > καταλαβαίνω, suneidese, se < συνείδησις < συνειδήσε-ως, sunete < συνήθης > συνήθως, sunetes, se < συνήθης < συνήθεσ-ος, suneun, se < σύνευν-ος >, ζυγος, sungnome, se < συγγνώμη > συγνώμη, sungraf, eg < συγγράφ-ω, sunhareteries, se < συγχαρητήρι-α, sunhore, eg < συγχωρέ-ω > συγχωρώ, sunhrone < συγχρόνως < σύγχρον-ος. sunkinese, se < συγκίνησις < συγκινήσε-ως, sunlab, eg < συν-λα-μ-β-άν-ω, sunlog, se < σύλλογ-ος > παρέα, sunmah, se < σύμμαχος, sunmeteh, eg < συμμετέχ-ω, sunomile, dialeg < συνομιλέ-ω, διαλέγ-ομαι, sunomilet, se < συνομιλητ-ής, sunomili, se < συνομιλί-α, sunpsef, se < σύμψηφ-ος > ομόψηφος, sunte, eg < συν-τί-θη-μι > συνθέτω, suntes, se < σύνθεση, suntet, se < συνθέτης, suntrib, eg < συντρίβω, suntrofi, se < συντροφία, suskeps, se < σύσκεψις < -εως > σύσκεψη, sustol, se < συστολή.


T


taha < τάχα > τάχα, δήθεν, μόριο, tahee < ταχέ-ος + e > γρήγορα, taheione < ταχέ-ος + ione > πιο γρήγορα, taheiste < ταχέ-ος + iste > πολύ γρήγορα, takse, se < τάξις < τάξεως, taksid, se < ταξίδι-ον > ταξίδι, talant, se < τάλαντον > τάλαντο (60 μνες), talass, se < θάλασσα, tama < θαμά > συχνά, tamiei, se < ταμιεῖον > αποθήκη, tanasim, se < θανάσιμο, tanat, se < θάνατ-ος, tanatefor, se < θανατηφόρ-ος, tanato, eg < θανατό-ω, tap, eg < θάπ-τ-ω, tapein, se < ταπεινός, tapeino, eg < ταπεινό-ω > ταπεινώνω, tarah, eg < ταραχ-j-ω > ταράσσω, tars, se <ταρσ-ός > καλαμωτή, taumast, se < θαυμαστ-ός, tautid, eg < ταυτίζω, teatr, se < θεάτρ-ου > θέατρο, tebai, se < Θηβαῖοι, tege, se < τέγος, -εος > σκεπή, tei, se < θεῖος > θείος, tekmer of amati, se < τεκμήριο αμάθειας, tekn, se < τέκν-ον > παιδί, tele, eg < τελέ-ω > τελειώνω, telei, se < τέλει-ος, teleses, se < τέλος > όργανα εξουσίας, άρχοντες, teleuta, eg < τελευτά-ω > πεθαίνω, telike < τελικῶς > τελικά, ten, eg < τείνω > τεντώνω, tenar, se < θέναρ > επιφάνεια της θάλασσας, teo, tea, teon < σός, σή, σόν > δικός σου κ.ά.


teore, eg < θεωρέ-ω, terapain, se < θεράπαινα > υπηρέτρια, terapont, se < θεράπων, -οντος > υπηρέτης, tere, eg < τηρέ-ω > τηρώ. teres, se < θέρος < θέρεσ-ος < καλοκαίρι, tereu, eg < θηρεύ-ω, tesaur, se < θησαυρός, tessera < τέσσερις, -α, tesseraik, se < τέταρτος, tigor, eg < θίγομαι < θιγ-γ-άν-ω > ακουμπώ, tigre, se < τίγρε-ως > τίγρη, tim, se < τιμ-ή, tima, eg < τιμά-ω, timore, eg < τιμωρώ, Tissafernes, se < Τισσαφέρνεσ-ος > Τισσαφέρνης, titl, se < ὁ τίτλος, Titraustes, se < Τιθραύστης, tmemat, se < τμήματ-ος > μέρος, tnet, se < θνητ-ός, to, ta, ton < τίς, τίς, τι, toin, se < θοίν-η > πάρτι, toio, toia, toion < τέτοιος, tolmemat, se > τόλμημα < -ατος, tolmer, se < τολμηρ-ός, tonid, eg < τονίδ-j-ω > τονίζω, top, se < τόπος, topei, se < θωπεία > χάιδεμα, topote, eg < τοπο + τί-θη-μι > τοποθετώ, torube, eg < θορυβέ-ω, toso, tosa, toson < τόσος, toson < τόσον, tote < τότε, traumatism, se < τραυματισμ-ός, tres < τρεῖς, τρία, tresdeka > τριάκοντα, tresik, se < τρίτος, treskei, se , θρησκεία, tri, se < θρί-ον > ομελέτα, Triarius, se < Τριάριος, tridak, se < θρίδαξ, -ακος > μαρούλι, trieres, se < τριήρεσ-ος > τριήρης, tro, eg > τι-τρώσ-κω, trop, se < τροπή > τροπή, υποχώρηση, trosa, eg > ἔ-τρω-σα, truallid, se < θρυαλλίς, -ίδος > φυτίλι, trufer, se < τρυφερός, truferotet, se < τρυφερότητ-ος > τρυφερότητα, tu, eg < θύ-ω > θυσιάζω, tu, vos: εσύ, εσείς, tugatr, se < θυγάτηρ < θυγατρ-ός, tul, se < τύλος, ὁ > κάλος, tulak, se < θύλακ-ος > σακούλα, tum, se < θυμ-ός > διάθεση, tumat, se < θῦμα < θύματ-ος, turannid, se < τυρανίδ-ος, turon, se < θυρών, -ῶνος > χωλ.


U


u nun ke ehtes < οὐ νῦν κ'αχθές > πάντοτε, u pros gelot < οὐ πρὸς γέλωτα > δεν είναι για γέλια, u temid es < οὐ Θέμις ἐστί > δεν είναι δίκαιο, ual, se < ὕαλ-ος > τζάμι, ualικ, se < ὑάλεος > γιάλινος, udat, se < ὕδωρ < ὕδατ-ος, udri, se < ὑδρί-α> στάμνα, ue!, feu!, ah! > επιφωνήματα λύπης ουαί!, ugian, eg < ὑγιαίνω < ὑγίανα, ugies, se < ὑγιέσ-ος > υγιής, uie, se < υἱ-ός > γιος, umetero, -a, -on < δικός σας, δική σας, δικό σας, un < οὖν > ερωτηματικό μόριο, une, se < ὕνις, -εως, ὁ > υνί, uopoio > κανενός είδους, uopos > με κανένα τρόπο, uoposon > καθόλου, uopote < ποτέ, uopu > πουθενά, uoto < κανένας, uoton agan < μηδέν ἄγαν, uparh, eg < ὑπάρχω, uper < ὑπέρ > πάνω από, uperbain, eg < ὑπερβαίν-ω, uperefanei, se < ὑπερηφάνεια, upereh, eg < ὑπερέχ-ω, uperion, se < ὑπέρ + ion> υπέρτερος, uperopli, se < ὑπεροπλί-α, uperopsi, se < ὑπεροψί-α, uperori, se < ὑπερορί-α > εξορία, uperpeda, eg <ὑπερπηδά-ω, upo < ὑπό > κάτω από, upodeesion, se < ὑποδεέστερος, upofer, eg < ὑποφέρ-ω, upograf, eg < ὑπογράφ-ω, upogrammid, eg < ὑπογραμμίδ-j- ω, upomen, eg, eg < ὑπομένω, uposh, eg < ὑπόσχ-ομαι, upospond, se < ὑπόσπονδ-ος, upoteor < ὑποτίθεμαι < ὑπό + τί-θη-μι, upourg, se < ὑπουργ-ός, upsel, se < ὑψηλ-ός, upsele < ὑψηλῶς, < ὑψηλός, upso, eg < ὑψόω > υψώνω, uster, se < ὑστέρ-α > μήτρα.


Z


zelot, se < ζηλωτής, zemi, se < ζημί-α, zemio, eg < ζημιό-ω > ζημιώνω, zete, eg < ζητέ-ω, zeteba, eg < ἐζήτουν > ζητούσα, zeteka, eg < ἐζήτηκα > έχω ζητήσει, zetesa, eg < ἐζήτησα > ζήτησα, zeteso, eg < ζητήσω > θα ζητήσω, θα ζητώ, zeug, eg < ζεύγνυμι > συνδέω, Zeus, se < Ζεύς < Ζην-ός > Δίας, zo, se < ζῶον, zoe, se, bi, se < ζωή, βίος, zogre, eg < ζωγρέ-ω > αιχμαλωτίζω, zomeumat, se < ζώμευμα, -ατος > σούπα, zon, se < ζών-η, zugotr, se < ζύγωθρ-ον < σύρτης.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ Νεοϊνδοευρωπαϊκή Μάθημα 15